-
1 επικαιρος
21) удобный, выгодный(χωρίον Thuc.; τόπος Arst., Dem.)
2) важный, существенный(νίκη Thuc.; φυλακαί Xen.; προτείχισμα Plut.)
τὰ ἐπίκαιρα καὴ συμφέροντα Soph. — важные и полезные мероприятия3) (тж. ἐ. τοῦ ζῆν Arst.) жизненно важный(ἥπατος φύσις Arst.)
τὸ ἐπικαιρότατον Xen. — наиболее важный (для жизни) участок тела4) опытный, сведущий(ἰατήρ Pind.)
-
2 εφιστημι
ион. ἐπίστημι (fut. ἐπιστήσω, aor. ἐπέστησα - тж. med., pf. ἐφέστηκα; для непереход. знач.: praes. ἐφίσταμαι, fut. ἐπιστήσομαι, aor. 2 ἐπέστην, pf. ἐφέστηκα)1) ставить, устанавливать, класть(τὸν κύλινδρον τῷ τάφῳ Plut.; οἱ λέβητες ἐπεστεῶτες Her.)
2) надстраивать, возводить(τεῖχος τείχει Thuc.; χελώνην ἐπὴ τῇ φρεατίᾳ Xen.)
3) воздвигать(πύργους ἐπὴ τῶν γεφυρῶν Plat.)
ἥ ἐκ μέσου ἐπισταθεῖσα ὀρθή Arst. — восстановленный из середины (основания) перпендикуляр4) расставлять, размещать(ἱππέας κύκλῳ τὸ σῆμα Her.; ὅρους ἐπὴ τέν οἰκίαν Dem.; τὰς ἱππηγοὺς ἐπί τινι Polyb.)
ἐπιστήσασθαι φρουρούς Xen. — расставить вокруг себя стражу5) приставлять, присоединятьτῷ βίῳ τῷ βεβιωμένῳ τέν μοῖραν ἐπιστήσειν πρέπουσαν Plut. — увенчать прожитую жизнь славным концом;
τέλος ἐπιστήσασθαι Plut. — положить конец6) нагонять, наводить, причинять(λοι μικήν τινα πολέμου διάθεσίν τινι Polyb.; κατάπληξίν τινι Diod.)
7) ставить (во главе), назначать(λοχαγούς Xen., δεσπότας καὴ ἄρχοντάς τινι, στρατηγὸν στρατοπέδῳ Plat. τινὰ ἐπὴ συμμάχων Polyb.; τινὰ ποιεῖν τι Arst.)
ἐ. τινὰ τέλει τινί Aesch. — возложить на кого-л. что-л.;ἐ. τινὰ ἐπιμελεῖσθαί τινος Isocr. — возложить на кого-л. заботу о чем-л.;ἐ. τινὰ τοῖς πράγμασι Isocr. — поставить кого-л. во главе дел;ἐπισταθεὴς τῇ περὴ τὸ σιτικὸν οἰκονομίᾳ Plut. — уполномоченный ведать продовольственным снабжением8) приставлять, назначать(ἐπὴ τοῖς παισὴ παιδαγωγοὺς θεράποντας Xen. и τοῖς παισὴ διδασκάλους Aeschin.; τινὰ φύλακά τινι Aesch., Plat., Plut.; κύνα ἐπὴ ποίμνην φυλάττειν Dem.)
9) (тж. ἐ. τέν γνώμην Isocr., τέν διάνοιαν Arst. и τὸν νοῦν Diod.) обращаться мыслью, уделять внимание, размышлять(κατά τι Isocr., περί τινος и περί τι Arst. и τινί Arst., Diod.)
10) останавливать, задерживать(τὸ στράτευμα Xen.; τέν ὁδόν Diod.; τέν φυγήν Plut.)
τὸν λόγον ἐπιστήσας Plut. — прервав свою речь;ἐ. τινὰ ἐπί τι Polyb. — останавливать чьё-л. внимание на чем-л.11) устанавливать, вводить(τὸν νόμον Arst.)
ἐ. τινὴ ἀγῶνα ἱππικόν Her. — учредить в честь кого-л. конные состязания12) устраивать, замышлятьἐφεστὼς σφαγῇ Eur. — задумавший убийство
(δίφρῳ, βηλῷ ἐπὴ λιθέῳ Hom.; πετρίνοις βάθροις Eur.; ἐπὴ τὰς σχεδίας Polyb.)
πυκνοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισι Hom. — (данайцы) стояли сомкнутым строем (ср. 14);τὸ τοῦ γάλακτος ἐπιστάμενον Her. — верхний слой (отстоявшегося) молока, молочные сливки14) стоять сзади, т.е. напирать, теснить(Ἀχαιοὴ ἐφέστασαν ἀλλήλοισιν Hom. - ср. 13)
15) подходить, приближаться, aor. и pf. подойти, (рядом, вблизи) стоять, находиться(πύλαις Aesch.; δόμοις Eur.; ἐπὴ τὰς πύλας и ἐπὴ τῇ πόλι Her.; ἐπὴ τοῖς προθύροις Plat.; εἰς τοὺς ὄχλους Isocr.; τῇ οἰκίᾳ τινός NT.)
ὅ καιρὸς ἐφέστηκε NT. — время настало16) публично выступать(ἐπέστη τῶν ἄλλων κατήγορος Aeschin.)
17) приступать(ἐπί τι Dem.)
18) останавливаться(ἐπιστήσας εἶπε Xen.)
ἐπορεύετο ἄλλοτε καὴ ἄλλοτε ἐφιστάμενος Xen. — он продвигался, делая от времени до времени остановки;περὴ οὖ ὅ λόγος ἐφέστηκε Arst. — то, на чем остановилось (наше) рассуждение;βραχὺ προπλεύσας ἐπέστη Polyb. — немного проплыв, он остановился;ἐπιστῆναι ἐπὴ τὰς θύρας Plat. — остановиться в дверях;τῶν νεῶν τινες ἐπέστησαν τοῦ πλοῦ Thuc. — некоторые из кораблей задержали свой ход;μικρὸν ἐπιστὰς ἀποθνήσκει Luc. — спустя короткое время, он умирает19) быть приставленным для охраны или наблюдения, стоять во главе(χρημάτων Eur.; προβατίοις Arph.; ἐπὴ τῆς πολιτείας Dem.)
οἱ ἐπεστεῶτες Her., ἐφεστηκότες Xen., Dem. и ἐφεστῶτες Arst. — начальники, власти20) являться, приключатьсяεὕδοντι ἐπέστη ὄνειρος Her. — спящему (Крезу) приснился сон;
πρίν μοι τύχη τοιάδε ἐπέστη Soph. — прежде чем со мной приключилось это событие -
3 επισφαλης
21) неустойчивый, шаткий, непрочный(μεγάλα πάντα Plat.; δύναμις Dem.)
2) перен. скользкий, обманчивый(τόποι Polyb.)
3) перен. ведущий по наклонной плоскости, т.е. вовлекающий4) рискованный, опасный(καιρός Polyb., Plut.)
-
4 καλεω
(fut. καλέσω - атт. καλῶ, aor. ἐκάλεσα, pf. κέκληκα; med.: fut. καλέσομαι - атт. καλοῦμαι; aor. ἐκαλεσάμην; pass.: fut. κληθήσομαι, aor. ἐκλήθην; pf. κέκλημαι)1) звать, называть, именовать(τινά τινα Her., τί τι Arst., τινα ἀπό τινος Arst. и τινα ἐπὴ τῷ ὀνόματί τινος NT.)
ὄνομα τί σε κ. ἡμᾶς χρεών ; Eur. — каким именем должны мы звать тебя?;ὅ καλούμενος Plat., Arst. — так называемый;τάδε ἄλυτα κεκλήσεται Soph. — эти (несчастья) будут (всегда) называться, т.е. навсегда останутся непоправимыми2) звать, призывать(θεούς Aesch.; Ζῆνα Soph.)
τούτων μάρτυρας καλῶ θεούς Soph. — в свидетели этого я призываю богов3) звать, созывать(θεοὺς ἀγορήνδε Hom.; εἰς ἀγορέν Ἀχαιούς Hom.; τοὺς ἐργάτας NT.)
ὅσοι κεκλήατο (= κέκληντο) βουλήν Hom. — те, которые были созваны на совет4) звать (к себе), вызыватьὑμεῖς, ὅταν καλῶμεν, ὁρμᾶσθαι ταχεῖς Soph. — когда мы позовем (вас), поспешите (к нам);
τί με καλεῖς ; Arph. — отчего ты зовешь меня?;κάλει Χαρμίδην Plat. — позови Хармида5) юр. (тж. κ. εἰς τὸ δικαστήριον Dem.) вызывать в суд(τινα Arph., Dem.)
κ. εἰς μαρτυρίαν Plat. — вызывать для дачи свидетельских показаний;ἕως ἂν τέν δίκην ἄρχων καλῇ Arph. — прежде чем, т.е. пока архонт не вызвал (тебя) в суд6) (повелительно) звать (с или за собой), призыватьἐμὲ νῦν ἤδε καλεῖ ἥ εἱμαρμένη Plat. — но вот уже судьба зовет меня;
καιρὸς καλεῖ πλοῦν σκοπεῖν Soph. — время зовет, т.е. велит думать об отплытии;οὗτοι οὐ παρεγένοντο βασιλεῖ καλοῦντι Xen. — они не явились на призыв (персидского) царя7) звать, приглашать(ἐπὴ δεῖπνον Her.; ἐς θοίνην Eur.; εἰς τοὺς γάμους NT.)
ὑπὸ σοῦ κεκλημένος Plat. — приглашенный (будучи приглашен) тобой8) med. призывать (на чью-л. голову)(ἀράς τινι Soph.)
См. также в других словарях:
εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
σύγκαιρος — η, ο / σύγκαιρος, ον, ΝΑ έγκαιρος νεοελλ. σύγχρονος αρχ. αρμόδιος, κατάλληλος, πρόσφορος. επίρρ... σύγκαιρα Ν 1. έγκαιρα 2. συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + καιρός (< καιρός), πρβλ. ἐπί καιρος, πρόσ καιρος] … Dictionary of Greek
πρόσκαιρος — η, ο, / πρόσκαιρος, ον, ΝΑ 1. αυτός που διαρκεί μικρό χρονικό διάστημα, προσωρινός (α. «πρόσκαιρη χαρά» β. «πρόσκαιρος ἡ τέρψις», Διον. Αλ.) 2. παροδικός (α. «πρόσκαιρες ανησυχίες τής ψυχής τους», Παπαντ. β. «πρόσκαιροι θόρυβοι», Λουκ.) νεοελλ.… … Dictionary of Greek
επίκαιρος — η, ο (AM ἐπίκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται σε κατάλληλο χρόνο, έγκαιρος («επίκαιρη συζήτηση») 2. (για τόπο) αυτός που έχει μεγάλη σημασία, ο σπουδαίος, ο σημαντικός για κάποιο σκοπό («επίκαιρα σημεία») νεοελλ. 1. (για ενέργεια) καίριος,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
времѧ — ВРЕМ|Ѧ (> 1000), ЕНЕ с. 1.Одна из форм существования материи: Не възможьно оубо рече. вне же врѣмѩ суть в мирѣ быти КР 1284, 358в; второѥ [в троице] ѥдиносоущьствьно оц҃ю и числоу и времени вышьша соуща нарицаѥть (χρόνων) ГА XIII XIV, 222а;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek