-
1 επιχριστα
См. также в других словарях:
ἐπίχριστα — ἐπίχριστος smeared on neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχριστος — η, ο (AM ἐπίχριστος, ον) [επιχρίω] αυτός τού οποίου η επιφάνεια έχει επιχρισθεί αρχ. 1. κατάλληλος για επίχριση, αλοιφή («ἐπίχριστα φάρμακα») 2. βαμμένος, σκεπασμένος με καλλυντικά (α. «ἐπίχριστον ἄνθος ἑταίρας» β. «ἐπίχριστος εὐμορφία») 3. (το… … Dictionary of Greek