-
1 επίχαλκον
ἐπίχαλκοςcovered with copper: masc /fem acc sgἐπίχαλκοςcovered with copper: neut nom /voc /acc sg -
2 ἐπίχαλκον
ἐπίχαλκοςcovered with copper: masc /fem acc sgἐπίχαλκοςcovered with copper: neut nom /voc /acc sg -
3 ἐπιστομίς
A = φορβειά 11, Hsch. s.v. ἐπίχαλκον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιστομίς
См. также в других словарях:
ἐπίχαλκον — ἐπίχαλκος covered with copper masc/fem acc sg ἐπίχαλκος covered with copper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίχαλκος — η, ο (AM ἐπίχαλκος, ον) επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς») αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίχαλκος η ασπίδα 2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» ο αυλητής … Dictionary of Greek