Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίχαλκον

См. также в других словарях:

  • ἐπίχαλκον — ἐπίχαλκος covered with copper masc/fem acc sg ἐπίχαλκος covered with copper neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίχαλκος — η, ο (AM ἐπίχαλκος, ον) επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς») αρχ. 1. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐπίχαλκος η ασπίδα 2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» ο αυλητής …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»