-
1 επίχαλκοι
-
2 ἐπίχαλκοι
См. также в других словарях:
ἐπίχαλκοι — ἐπίχαλκος covered with copper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επίχαλκοι
2 ἐπίχαλκοι
ἐπίχαλκοι — ἐπίχαλκος covered with copper masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)