-
1 επιφθονον
τό завистливая злоба, завистьτὸ ἐ. λαμβάνειν ἐπί τινι Thuc., Plut. — навлекать на себя чью-л. зависть
-
2 επιφθονος
21) возбуждающий ненависть, ненавистныйἐ. πρός τινος Her. и ἐ. τινι Plat. — ненавистный кому-л.;
εἴ τῳ θεῶν ἐπίφθονοι ἐστρατεύσαμεν Thuc. — если мы повели (эту) войну вопреки воле кого-л. из богов2) невыносимый, неприятный(λόγοι Plat.)
3) достойный порицания, плохой(αἰτία Plut.)
οὐδέν ἐστ΄ ἐπίφθονον Arph. — (в этом) нет ничего дурного4) питающий ненависть, ненавидящий, враждебный(τινι Aesch.)
См. также в других словарях:
ἐπίφθονον — ἐπίφθονος liable to envy masc/fem acc sg ἐπίφθονος liable to envy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίφθονος — η, ο (Α ἐπίφθονος, ον) [φθόνος] 1. αυτός που προκαλεί φθόνο, ο μισητός («αἱ λίην ἰσχυραὶ τιμωρίαι πρὸς θεῶν ἐπίφθονοι γίνονται», Ηρόδ.) 2. άξιος να φθονείται, επίζηλος («είναι η ζωή θαυμαστή και επίφθονη», Παπαντ.) αρχ. 1. αυτός που έχει φθόνο ή… … Dictionary of Greek