-
1 επιστημα
- ατος τό1) надгробная колонна, могильная плита Plat.2) эпистема ( украшение на носовой части корабля) Diod.
См. также в других словарях:
ἐπίστημα — anything set up neut nom/voc/acc sg ἐπίστημος knowing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίστημα — το (AM ἐπίστημα) [εφίστημι] γλυπτό ή σκαλιστό κόσμημα στην πλώρη τού πλοίου αρχ. μσν. επιτύμβια στήλη … Dictionary of Greek
ἐπιστήμας — ἐπιστήμᾱς , ἐπιστήμη acquaintance with fem acc pl ἐπιστήμᾱς , ἐπιστήμη acquaintance with fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμαν — ἐπιστήμᾱν , ἐπιστήμη acquaintance with fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήμασι — ἐπίστημα anything set up neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήματα — ἐπίστημα anything set up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστήματος — ἐπίστημα anything set up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)