-
1 επίσσωτρα
ἐπίσσωτρονneut nom /voc /acc plἐπίσωτρονmetal hoop upon the felloe: neut nom /voc /acc pl (epic) -
2 ἐπίσσωτρα
ἐπίσσωτρονneut nom /voc /acc plἐπίσωτρονmetal hoop upon the felloe: neut nom /voc /acc pl (epic) -
3 περιώγανα
περιώγανα· ἐπίσσωτρα, Hsch.II = κνημίαι 11.1, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περιώγανα
-
4 προσαραρίσκω
A fit to: [tense] pf. 2 προσάρᾱρα, [dialect] Ion. - άρηρα, intr., to be fitted to, ἐπίσσωτρα προσαρηρότα tires firmly fitted, Il.5.725;ἠναγκάσθησαν οἱ ἱππεῖς ὥσπερ νυκτερίδες πρὸς τοῖς τείχεσιν -αραρέναι X.HG4.7.6
: [dialect] Ep. [tense] pf. [voice] Pass.,προσαρήρεται ἱστοβοῆϊ Hes.Op. 431
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσαραρίσκω
-
5 ἅρμα
ἅρμα, ατος: chariot, esp. the warchariot; very often in pl., and with ἵπποι, Il. 5.199, 23, Il. 4.366; epithets, ἄγκυλον, ἐύξοον, ἐύτροχον, θοόν, καμπύλον, δαιδάλεα, κολλητά, ποικίλα χαλκῷ. For the separate parts of the chariot, see ἄντυξ, ἄξων, ῥῦμός, ἕστωρ, ἴτυς, ἐπίσσωτρα, πλῆμναι, κνήμη, δίφρος, ζυγόν. (See cut No. 10, and tables I. and II.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἅρμα
См. также в других словарях:
ἐπίσσωτρα — ἐπίσσωτρον neut nom/voc/acc pl ἐπίσωτρον metal hoop upon the felloe neut nom/voc/acc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιώγανα — τὰ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) «ἐπίσσωτρα» β) «οἱ δὲ τὰς κνημίας, αἵ περιπήγνυται ταῑς άμάξαις». [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὤγανον κνημὶς ἁμάξης, Ησύχ.] … Dictionary of Greek