Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίσπαστος

См. также в других словарях:

  • επίσπαστος — ἐπίσπαστος, ον και ός, ή, όν (Α) [επισπώ) αυτός που προκλήθηκε σε κάποιον από δική του υπαιτιότητα («ἡ τάχα Ἶρος Ἄιρος ἐπίσπαστον κακὸν ἕξει», Ομ. Οδ.) 2. θηλειά γερά τραβηγμένη …   Dictionary of Greek

  • ἐπισπαστά — ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc pl ἐπισπαστά̱ , ἐπισπαστός drawn upon oneself fem nom/voc/acc dual ἐπισπαστά̱ , ἐπισπαστός drawn upon oneself fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπαστῶν — ἐπισπαστός drawn upon oneself fem gen pl ἐπισπαστός drawn upon oneself masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπαστόν — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc sg ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπάστων — ἐπισπαστός drawn upon oneself fem gen pl ἐπισπαστός drawn upon oneself masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσπαστον — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc sg ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισπαστούς — ἐπισπαστός drawn upon oneself masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίσπαστα — ἐπισπαστός drawn upon oneself neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισπαστικός — ή, ό (Α ἐπισπαστικός, ή, όν) [επίσπαστος] αυτός που έχει την ιδιότητα να τραβά προς τον εαυτό του («τῶν ἀναφερομένων ἀτμῶν ἐπισπαστικοὶ τινές εἰσι πρὸς ἑαυτούς», Στράβ.) νεοελλ. φρ. «επισπαστικά φάρμακα» αυτά που προκαλούν επίσπαση, δηλ. τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»