Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπίπτωσις

См. также в других словарях:

  • ἐπίπτωσις — onslaught fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπτώσει — ἐπίπτωσις onslaught fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιπτώσεϊ , ἐπίπτωσις onslaught fem dat sg (epic) ἐπίπτωσις onslaught fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιπτώσεις — ἐπίπτωσις onslaught fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίπτωσις onslaught fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίπτωσιν — ἐπίπτωσις onslaught fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίπτωση — η (AM ἐπίπτωσις) [επιπίπτω] έφοδος, επίθεση νεοελλ. 1. συνἐπεια, επακόλουθο 2. επιβάρυνση 3. (πυρ. φυσ.) «ραδιενεργός επίπτωση» η ραδιενεργός σκόνη και οι άλλες ουσίες που επιστρέφουν στην επιφάνεια τής γης μετά από μια πυρηνική έκρηξη μσν. πτώση …   Dictionary of Greek

  • ἐπιπτώσεως — ἐπιπτώσεω̆ς , ἐπίπτωσις onslaught fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»