-
1 επίπτωσις
-
2 ἐπίπτωσις
-
3 επιπτωσις
- εως ἥ1) падение, выпадение(τῶν κλήρων Plut.)
2) случай, случайностьκατ΄ ἐπίπτωσιν Plut. — случайно
-
4 ἐπίπτωσις
2. falling upon,φωνῆς ἐπὶ μίαν τάσιν Nicom.Harm.12
.b. falling over the forehead,τριχῶν Antyll.
ap. Orib.44.8.1.3. falling to one,κλήρων Plu.2.74o
d (pl.).b. chance,ἐ. τυχική Phld.Rh.1.211S.
, cf. Theag. ap.Stob.3.1.117, Str.2.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπτωσις
-
5 ἐπίπτωσις
ἐπί-πτωσις, ἡ, das Darauffallen, der Zufall -
6 επιπτώσει
ἐπίπτωσιςonslaught: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιπτώσεϊ, ἐπίπτωσιςonslaught: fem dat sg (epic)ἐπίπτωσιςonslaught: fem dat sg (attic ionic) -
7 ἐπιπτώσει
ἐπίπτωσιςonslaught: fem nom /voc /acc dual (attic epic)ἐπιπτώσεϊ, ἐπίπτωσιςonslaught: fem dat sg (epic)ἐπίπτωσιςonslaught: fem dat sg (attic ionic) -
8 επιπτώσεις
ἐπίπτωσιςonslaught: fem nom /voc pl (attic epic)ἐπίπτωσιςonslaught: fem nom /acc pl (attic) -
9 ἐπιπτώσεις
ἐπίπτωσιςonslaught: fem nom /voc pl (attic epic)ἐπίπτωσιςonslaught: fem nom /acc pl (attic) -
10 επιπτώσεως
-
11 ἐπιπτώσεως
-
12 επίπτωσιν
-
13 ἐπίπτωσιν
-
14 τυχικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυχικός
См. также в других словарях:
ἐπίπτωσις — onslaught fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτώσει — ἐπίπτωσις onslaught fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιπτώσεϊ , ἐπίπτωσις onslaught fem dat sg (epic) ἐπίπτωσις onslaught fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπτώσεις — ἐπίπτωσις onslaught fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίπτωσις onslaught fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπτωσιν — ἐπίπτωσις onslaught fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπτωση — η (AM ἐπίπτωσις) [επιπίπτω] έφοδος, επίθεση νεοελλ. 1. συνἐπεια, επακόλουθο 2. επιβάρυνση 3. (πυρ. φυσ.) «ραδιενεργός επίπτωση» η ραδιενεργός σκόνη και οι άλλες ουσίες που επιστρέφουν στην επιφάνεια τής γης μετά από μια πυρηνική έκρηξη μσν. πτώση … Dictionary of Greek
ἐπιπτώσεως — ἐπιπτώσεω̆ς , ἐπίπτωσις onslaught fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)