-
1 επίπλοις
-
2 ἐπίπλοις
См. также в других словарях:
ἐπίπλοις — ἔπιπλα implements neut dat pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επίπλοις
2 ἐπίπλοις
ἐπίπλοις — ἔπιπλα implements neut dat pl ἐπίπλοος 2 sailing against masc dat pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)