-
1 επιμαρτυς
-
2 ἐπίμαρτυς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίμαρτυς
-
3 ἐπί-μαρτυρ
ἐπί-μαρτυρ, υρος, ὁ, s. ἐπίμαρτυς, = ἐπιμάρτυρος.
-
4 επιμαρτύρων
-
5 ἐπιμαρτύρων
-
6 επιμάρτυρα
-
7 ἐπιμάρτυρα
-
8 επιμάρτυρας
-
9 ἐπιμάρτυρας
-
10 επιμάρτυρες
-
11 ἐπιμάρτυρες
-
12 επιμάρτυρος
-
13 ἐπιμάρτυρος
См. также в других словарях:
επίμαρτυς — ἐπίμαρτυς, ὁ (Α) [μάρτυς] επιμάρτυρος* … Dictionary of Greek
ἐπιμάρτυρα — ἐπιμάρτυς masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμάρτυρας — ἐπιμάρτυς masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμάρτυρες — ἐπιμάρτυς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιμαρτυρία — η (AM ἐπιμαρτυρία) [επίμαρτυς] η επίκληση κάποιου ως μάρτυρα («ἐς ἐπιμαρτυρίαν καὶ θεῶν και ἡρώων... κατέστη», Θουκ.) αρχ. ο προσδιορισμός τής θέσης ενός αστεριού … Dictionary of Greek
επιμαρτυρώ — ἐπιμαρτυρῶ, έω (AM) [επίμαρτυς] επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα») αρχ. 1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον 2. μέσ. ἐπιμαρτυροῡμαι, έομαι εξορκίζω 3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία … Dictionary of Greek
επιμαρτύρομαι — ἐπιμαρτύρομαι (Α) [επίμαρτυς] 1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.) 2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο 3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη… … Dictionary of Greek
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
ἐπιμαρτύρων — ἐπιμάρτυρος witness to masc gen pl ἐπιμάρτυς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιμάρτυρος — witness to masc nom sg ἐπιμάρτυς masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)