Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπίμαρτυς

См. также в других словарях:

  • επίμαρτυς — ἐπίμαρτυς, ὁ (Α) [μάρτυς] επιμάρτυρος* …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμάρτυρα — ἐπιμάρτυς masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμάρτυρας — ἐπιμάρτυς masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμάρτυρες — ἐπιμάρτυς masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιμαρτυρία — η (AM ἐπιμαρτυρία) [επίμαρτυς] η επίκληση κάποιου ως μάρτυρα («ἐς ἐπιμαρτυρίαν καὶ θεῶν και ἡρώων... κατέστη», Θουκ.) αρχ. ο προσδιορισμός τής θέσης ενός αστεριού …   Dictionary of Greek

  • επιμαρτυρώ — ἐπιμαρτυρῶ, έω (AM) [επίμαρτυς] επιβεβαιώνω («ἡμῑν ἐπιμαρτυρήσει αὐτὰ τὰ ὀνόματα») αρχ. 1. παρουσιάζω ευνοϊκή μαρτυρία για κάποιον 2. μέσ. ἐπιμαρτυροῡμαι, έομαι εξορκίζω 3. αστρολ. προσδιορίζω τη θέση ενός αστεριού για μαντεία …   Dictionary of Greek

  • επιμαρτύρομαι — ἐπιμαρτύρομαι (Α) [επίμαρτυς] 1. επικαλούμαι ως μάρτυρα («θεούς ἐπιμαρτυραμένους συνθέσθαι», Ξεν.) 2. καλώ κάποιον ως μάρτυρα στο δικαστήριο 3. καλώ τους παριστάμενους να μαρτυρήσουν ότι («πολλούς παρίστανται, ἐπιμαρτυρόμενοι ὅτι τὰ χρήματα ἤδη… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • ἐπιμαρτύρων — ἐπιμάρτυρος witness to masc gen pl ἐπιμάρτυς masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιμάρτυρος — witness to masc nom sg ἐπιμάρτυς masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»