-
1 επίλοιπος
-
2 ἐπίλοιπος
-
3 επιλοιπος
2остающийся, остальной, прочий(αἱ ἐπίλοιποι τῶν πολίων Her.)
μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους ἔς τι Her. — в течение семи месяцев, остававшихся до чего-л.;τἀπίλοιπα (= τὰ ἐπίλοιπα) τῶν λόγων Soph. — то, что осталось сказать;ἐνθένδε τἀπίλοιπ΄ ἄκουσον ὡς ἔχει Eur. — а теперь послушай, что случилось дальше;τὸν πάντα χρόνον τὸν ἐπίλοιπον Her. — в течение всего последующего времени; -
4 ἐπίλοιπος
ἐπῐλοιπος, -ον1 future, to comeἁμέραι δ' ἐπίλοιποι μάρτυρες σοφώτατοι O. 1.33
-
5 ἐπίλοιπος
ἐπίλοιπος, ον,A still left, remaining, μῆνας ἑπτὰ τοὺς ἐπιλοίπους Καμβύσῃἐς τὰ ὀκτὼ ἔτεα τῆς πληρώσιος Hdt.3.67
: freq. in pl., c. gen.,αἱ ἐ. τῶν πολίων Id.6.33
;τὰ ἐ. τοῦ λόγου Id.4.154
;τἀπ. τῶν λόγων S. Ph.24
, etc.;τἀπίλοιπ' ἄκουσον E.Tr. 923
, cf. Pl.Cra. 397a; ἡ 'πίλοιπος ; τί οὖν ἦν ἐπίλοιπον; And.1.87.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίλοιπος
-
6 ἐπίλοιπος
ἐπίλοιπος, ον (s. λοιπός; Pind., Hdt.+; ins, pap, LXX; Just.) pert. to a part that remains from a whole, left, remaining τὸν ἐ. χρόνον the remaining time (Hdt. 2, 13; Theopomp.: 115 Fgm. 287 Jac. et al.) 1 Pt 4:2 (cp. 3 Macc 3:26; PPetr II, 13, 19, 4 τὸν ἐ. βίον).—Subst. τὰ ἐπίλοιπα the rest (Hdt. 4, 154; Da 7:7, 19 Theod.; Just.) Lk 24:43 v.l.—DELG s.v. λείπω. M-M. -
7 ἐπίλοιπος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐπίλοιπος
-
8 επίλοιπος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > επίλοιπος
-
9 επίλοιπος
η, ο [ος, ον ] остальной, остающийся -
10 ἐπίλοιπος
остающийся, остальной, прочий.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐπίλοιπος
-
11 ἐπίλοιπος
-ος,-ον + A 3-3-5-3-12=26 Lv 27,18; Dt 19,20; 21,21; JgsA 7,6; 21,16residue, still left, remaining Lv 27,18; τὸ ἐπίλοιπον remnant Jer 32(25),20 -
12 ἐπίλοιπος
ἐπί-λοιπος, übrig gelassen, noch übrig; χρόνος, die noch übrige, folgende Zeit -
13 'πίλοιπος
ἐπίλοιπος, ἐπίλοιποςstill left: masc /fem nom sg -
14 επίλοιπον
-
15 ἐπίλοιπον
-
16 ταπίλοιπ'
ἐπίλοιπα, ἐπίλοιποςstill left: neut nom /voc /acc plἐπίλοιπε, ἐπίλοιποςstill left: masc /fem voc sg -
17 τἀπίλοιπ'
ἐπίλοιπα, ἐπίλοιποςstill left: neut nom /voc /acc plἐπίλοιπε, ἐπίλοιποςstill left: masc /fem voc sg -
18 τουπίλοιπον
ἐπίλοιπον, ἐπίλοιποςstill left: masc /fem acc sgἐπίλοιπον, ἐπίλοιποςstill left: neut nom /voc /acc sg -
19 τοὐπίλοιπον
ἐπίλοιπον, ἐπίλοιποςstill left: masc /fem acc sgἐπίλοιπον, ἐπίλοιποςstill left: neut nom /voc /acc sg -
20 ἐπι-λιπής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐπίλοιπος — still left masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίλοιπος — η, ο (AM ἐπίλοιπος, ον) [επιλείπω] ο υπόλοιπος, αυτός που απομένει («ἐπὶ τὸ προκείμενον τῶν ἐπιλοίπων λόγων πάλιν ἐπαναστρέψαντες ἔλθωμεν τοῡ Ἀκρίτου», Διγ. Ακρ.) αρχ. μσν. (για χρόνο) αυτός που πρόκειται να έλθει, μελλοντικός («εἰς τὸν ἐπίλοιπον … Dictionary of Greek
επίλοιπος — η, ο που απομένει, που υπολείπεται, υπόλοιπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
'πίλοιπος — ἐπίλοιπος , ἐπίλοιπος still left masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίλοιπον — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc sg ἐπίλοιπος still left neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίποις — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίποισιν — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπου — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπους — ἐπίλοιπος still left masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπων — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλοίπῳ — ἐπίλοιπος still left masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)