-
1 επίκρισιν
-
2 ἐπίκρισιν
См. также в других словарях:
ἐπίκρισιν — ἐπίκρισις determination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επίκρισιν
2 ἐπίκρισιν
ἐπίκρισιν — ἐπίκρισις determination fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)