Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπίδοσις

См. также в других словарях:

  • ἐπίδοσις — free giving fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόσει — ἐπίδοσις free giving fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐπιδόσεϊ , ἐπίδοσις free giving fem dat sg (epic) ἐπίδοσις free giving fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόσεις — ἐπίδοσις free giving fem nom/voc pl (attic epic) ἐπίδοσις free giving fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόσεσι — ἐπίδοσις free giving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόσεσιν — ἐπίδοσις free giving fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόσιας — ἐπίδοσις free giving fem acc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόσιες — ἐπίδοσις free giving fem nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδόσιος — ἐπίδοσις free giving fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπίδοσιν — ἐπίδοσις free giving fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επίδοση — η (AM ἐπίδοσις) [ἐπιδίδωμι] 1. αύξηση, πρόοδος, προκοπή 2. αφοσίωση, προσήλωση («τοῖς μὲν οὖν ἀρχαίοις... πολλὴ ἐπίδοσις ἦν αὐτοῦ») 3. παράδοση ενός πράγματος (ιδίως εγγράφου) στα χέρια κάποιου 4. αθλητική επιτυχία (ή βαθμολογική επιτυχία σε… …   Dictionary of Greek

  • Épidote — Catégorie IX : silicates[1] Epidote Gisement topotype Bourg d Oisans, France (33x18 cm) …   Wikipédia en Français

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»