-
1 επίγρυποι
-
2 ἐπίγρυποι
См. также в других словарях:
ἐπίγρυποι — ἐπίγρῡποι , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επίγρυποι
2 ἐπίγρυποι
ἐπίγρυποι — ἐπίγρῡποι , ἐπίγρυπος somewhat hooked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)