-
1 αναβαινω
поэт. тж. ἀμβαίνω1) всходить, подниматься или влезатьἀ. ἐπὴ τὸν ἵππον или ἐφ΄ ἵππον Xen. — садиться на коня;2) подниматься, вздыматьсяἢν ἐπ΄ ἑκκαίδεκα πήχεας ἀναβῇ ὅ ποταμός Her. — если уровень реки поднимается на 16 пехиев;
ἀναβαινόντων τῶν ἔργων Plut. — когда воздвигались строения3) всходить на ложе, ложиться в постельκαθεῦδ΄ ἀναβάς Hom. — улегшись, он уснул
4) садиться на корабльἀναβάντες ἐπέπλεον Hom. или ἔπλεον Xen. — погрузившись на судно ( или суда), они поплыли;
ἐς Τροίην ἀ. Hom. — отправляться на кораблях в Трою;ἀ. ἀπὸ Κρήτης Hom. — отплывать от (берегов) Крита5) (sc. ἐπὴ τὸ βῆμα) выступать с речьюἀ. εἰς τὸ πλῆθος Plat. — говорить публично
6) являться, приходитьἀνάβητε τούτων μάρτυρες Lys. — пусть придут свидетели этого7) отправляться (преимущ. от побережья вглубь страны)(ἐς τοὺς Βακτρίους Her.; ἐς τέν Λυκίαν Thuc.)
ἀναβεβηκότες παρά τινα Plat. — отправившиеся к кому-л.8) ступать (по чему-л.), топтать, попирать(νεκροῖς Hom.)
9) доходить, достигатьὁ ποταμὸς ἀναβαίνει ἐς τὰς ἀρούρας Her. — река залила пашни;
ἐπειδέ ἐνταῦθα ἀναβεβήκαμεν τοῦ λόγου Plat. — поскольку мы в своей беседе дошли до этого10) переходитьἀναβῆναι ἔς τινα Her. — (о царской власти) перейти к кому-л.
11) происходить, совершатьсяἀ. ἀπό τινος Xen. — быть последствием чего-л.;
ἢν μὲν τῇ σὺ λέγεις ἀναβαίνῃ τὰ πρήγματα Her. — если дела закончатся так, как ты говоришь;φάτις ἀνθρώπους ἀναβαίνει ἐσθλή Hom. — среди людей идет добрая слава (о ком-л.)12) ( о животных) покрывать(τὰς θηλέας Her.)
13) сажатьἀ. ἄνδρας ἐπὴ καμήλους Her. — (приказывать) посадить людей на верблюдов;
νὼ ἀναβησάμενοι Hom. — посадив нас обоих (на корабль) -
2 επικοιτεω
-
3 επιστατης
- ου ὅ1) обращающийся с просьбой, просящийἐπιστάτῃ οὐδ΄ ἅλα δοίης Hom. — просящему (подаяния) ты и (щепотки) соли не дал бы
3) (на чём-л) стоящийἐλεφάντων ἐ. Polyb. — вожатый слона4) надзиратель, страж5) начальник, главаἐρετμῶν ἐ. Eur. — начальник гребцов;
ἄθλων ἐ. Plat. — распорядитель игр;ἐ. τῶν ἔργων Dem. — начальник общественных работ6) покровитель, заступник(Κολωνοῦ Soph.)
7) эпистат (в Афинах, глава пританеев, в день своего избрания председательствовавший в βουλή и в ἐκκλησία, до избрания девяти πρόεδροι; старший из последних тж. назывался ἐ.) Aeschin., Dem., Arst.8) специалист, знатокἐ. τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν Plat. — мастер по части обучения красноречию
9) статуэтка Гефеста ( как покровителя очага) или треножник, таган ( на который ставят котелок) Arph. Αφεσ 436
См. также в других словарях:
επικοιτώ — ἐπικοιτῶ, έω (Α) [κοιτώ] 1. κοιμάμαι πάνω σε κάτι 2. αγρυπνώ κοντά σε κάποιον («τοῑς ἐπικοιτοῡσιν ἐπὶ τῶν ἔργων», Πολ.) … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek