-
41 ἐπίνευσις
A nodding assent,τῆς κεφαλῆς Ath.2.66c
: abs., assent,Καίσαρος J.AJ17.9.1
; ἡ ἑαυτοῖς ἐ. Polystr.p.16W.II. inclination of the head, Gal.2.461; movement down, opp. ἀνάνευσις, Ath.Mech.26.2; ἐ. ἐπὶ τὸ ἀριστερὸν πλευρόν, of patients in bed, Philum.(?)ap.Aët.9.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίνευσις
-
42 ἐπινεύω
A- νεύσω Luc.Sat.4
,- νεύσομαι Aristaenet.2.1
:—nod to, in token of command or approval, nod assent, opp.ἀνανεύω, ἐμῷ δ' ἐπένευσα κάρητι Il.15.75
; ἐπ' ὀφρύσι νεῦσεΚρονίων 1.528
, etc.;ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν Pi.I.8(7).49
; σὺ.. ἐπένευσας τάδε did'st approve, sanction these acts, E.Or. 284, cf. D.18.324; ἐπένευσεν ἀληθὲς εἶναι he nodded in sign that it was true,Aeschin.3.59; σιγῇ δὲ τὰ ψευδῆ.. ἐπινεύουσι they indicate falsehoods without speaking, D.21.139: abs., Antipho 2.2.7; Ἑλληνικὸν ἐ. give a Greek nod, Ar.Ach. 115: c. acc., grant or promise, (lyr.); τι Id.Ba. 1349;ὑπέρ τινος Plb.21.5.3
: c. dat.,ἐ. τῇ δεήσει τινός PGiss. 1.41
ii 9 (ii A.D.): c. dat. pers.,ἐ. τισὶ δεομένοις SIG888.13
(Macedonia, iii A.D.): c. dat. pers. et inf., permit,κῴδια ἐ. ἡμῖν ἐργάζεσθαι PPetr.2p.108
(iii B.C.).2. make a sign to another to do a thing, order him to do, c. inf.,ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε σιωπῇ.. στορέσαι λέχος Il.9.620
:abs., Od.16.164(tm.), h.Cer. 169, 466, X.Cyr.5.5.37.3. nod forwards, κόρυθι ἐπένευε φαεινῇ he nodded with his helmet, i.e.it nodded, Il.22.314;λόφων ἐπένευον ἔθειραι Theoc.22.186
;ἐ. ἐς τὸ κάταντες Luc.DDeor.25.2
; πέτραι ἐπινενευκυῖαι overhanging, Id.Prom.1.4. incline towards, .6. trans., elevate, point upwards, Id.Bel.78.8, 89.14:—[voice] Pass., to be inclined downwards, opp. ἐξυπτιάζεσθαι, S.E. P.1.120.7. ἐπινενευκὼς σφυγμός, name coined by Archigenes, Gal.8.479.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπινεύω
-
43 ἐπίπροικα
ἐπί-προικα· τὸ δεύτερον ἐπὶ προικὶ δῶρον, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπροικα
-
44 ἐπιπτύσσω
A fold up, fold,γραμματεῖον Luc.Dem.Enc.25
;ἱμάτιον περὶ τὰς ῥῖνας Dam.Isid. 131
: abs., produce folds, Gal.11.508:—[voice] Pass., to be folded over, Hp.Epid.6.8.28; of the epiglottis,ἐ. ἐπὶ τὸ τῆς ἀρτηρίας τρῆμα Arist.HA 495a28
, cf. PA 664b28; of the vocal cords, Gal.UP7.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπτύσσω
-
45 ἐπίπτωσις
2. falling upon,φωνῆς ἐπὶ μίαν τάσιν Nicom.Harm.12
.b. falling over the forehead,τριχῶν Antyll.
ap. Orib.44.8.1.3. falling to one,κλήρων Plu.2.74o
d (pl.).b. chance,ἐ. τυχική Phld.Rh.1.211S.
, cf. Theag. ap.Stob.3.1.117, Str.2.3.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπτωσις
-
46 ἐπίσημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίσημα
-
47 ἐπισημαίνω
A mark, γράμματα Aen. Tact.31.3 ([voice] Med.):—[voice] Med., seal, μαρτυρίας τᾷ δαμοσίᾳ σφραγῖδι SIG l.c.:— [voice] Pass., to have a mark set on one, κἀπισημανθήσεται κείνου κεκλῆσθαι .2. of a disease, τῶν ἀκρωτηρίων ἀντίληψις αὐτοῦ ἐπεσήμαινεν the seizure of his extremities set a mark upon him, Th.2.49:—[voice] Pass., ἢν ἅπαξ ἐπισημανθῇ if once he has the mark of the disease upon him, Hp.Morb.Sacr.8.b. indicate as a symptom, πολλὰ τοῦνοσώδους Philostr.Gym.30
: as a weather-sign,αὐχμούς Id.Her.2.9
:—[voice] Pass., show symptoms of disease, Gal.14.661.II. indicate, c. acc. et inf.,ὁ θεὸς ἐπεσήμαινεν αὐτῷ ὅσιον εἶναι X.HG4.7.2
.III. intr., give signs, appear as a symptom in a case, Hp.Epid.1.18; ἄρθρονἐ. συντεταμένον Id.Art.30
; of puberty, show itself, Arist.GA 727a8, 728b24; of weather-signs, indicate a change of weather, Thphr.Sign. 10, etc.; of omens,τῷ Ῥώμῳ γῦπες ἐ. ἕξ D.H.1.86
, etc.;εἰς τὸ δημόσιον Paus.3.12.7
; of the gods, δαιμόνιον αὐτοῖς ἐ. D.S.19.103, cf. 5.3, Plu. Num.22, Sull.14: impers., ἐπισημαίνει symptoms appear, Arist.HA 572b32;ἐ. περὶ τοὺς μαστούς Id.GA 728b29
.IV. [voice] Med. ([tense] pf. [voice] Med. in act. sense, Phld.Mus.p.82 K., Ir.p.5 W., [tense] aor. [voice] Pass., Id.Rh.1.58S., al.), assign as a distinguishing mark,μίαν τινὰ φύσιν Pl.Phlb. 25a
, cf. Plt. 258c; distinguish,τί βούλομαι Id.Lg. 744a
; ἐάν τε ἰάσιμος ἐάν τεἀνίατος δοκῇ εἶναι Id.Grg. 526b
: abs., D.S.13.28; τοσοῦτον -σημηναμένους having added so much by way of explanation, Gal.17(1).800.2. signify, indicate, ὃ.. Ὅμηρος ἐπες. Pl.Lg. 681e; ἐ. ἐν τοῖς ὅρκοις ὅτι " οὐκ ἀδικήσω" Arist.Pol. 1310a11;τῷ μειδιάματι.. τὴν διαμαρτίαν Luc.Laps.1
; remark, " ὀρθῶς" Thphr.Char.2.4.3. set one's name and seal to a thing (in token of approbation), ἐπισημαίνεσθαι τὰςεὐθύνας D.18.250
: generally, applaud, signify approval, Isoc.12. 2, Aeschin.2.49, Men.Phasm.Fr.I, etc.: rarely in bad sense, disapprove, M.Ant.6.20, App.BC5.15; of a historian, Plb.2.61.1.4. distinguish by reward or punishments,ἐπισημαίνεσθαί τινα δώροις Id.6.39.6
;τοὺς μὲν χάρισι, τοὺς δὲ κολάσεσιν Id.Fr. 148
; τὰ καλὰ (Delos, ii B.C.), cf. 51.12 (Ptolemais, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισημαίνω
-
48 ἐπισπαστήρ
II. τρίκλωστον ἐπισπαστῆρα βόλοιο, of the fowler's line, AP6.109 (Antip.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισπαστήρ
-
49 ἐπισπένδω
A pour upon or over, esp. as a drink-offering, ἐπὶ τοῦ βωμοῦ οἶνον κατὰ τοῦ ἱρηΐου ἐ. Hdt.2.39;οἶνον ἐ. κατὰ τῶν κεφαλέων Id.4.62
;τοῖσι ἱροῖσι Id.7.167
; ; τοιαῖσδ' ἐπ' εὐχαῖς τάσδ' ἐ. χοάς after the vows I pour these libations, Id.Ch. 149: abs., Hdt.4.60; οὐδ' ἄν τι θύωνοὐδ' ἐπισπένδων ἄνοις A.Fr. 161
; alsoἐ. δάκρυ Theoc.23.38
.2. promise, pledge, Leg.Gort.4.52, 6.11:—[voice] Med., accept in pledge, ib.6.13, al.II. [voice] Med., make a fresh treaty, Th.5.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισπένδω
-
50 ἐπίστρεπτος
II. that can be turned round, reversible, Hero Aut.15.3, Spir.1.28.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίστρεπτος
-
51 ἐπιτήκω
A melt upon, pour when melted over a thing,κηρὸν ἐπὶ γράμματα Hdt.7.239
;κηρὸν τῷ νεκρῷ Plu.Ages.40
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτήκω
-
52 ἐπιφθέγγομαι
A utter after or in accordance, A.Ch. 457 (lyr.) ; utter during or in connexion with,φωνὰς ἐπὶ τῇ καθιερώσει Plu.Publ.14
;μικρὰ ταῖς σπονδαῖς Id.2.150d
.2 attach a name to, predicate a quality of, μίαν ἐπ' αὐτοῖς τέχνην ἐπεφθέγξατο PlPhlb.18d, cf. Plu. 2.111oe.b name, call,ἃ κρίνα, λείρια δ' ἄλλοι -ονται Nic.Fr.74.27
.II respond,ὁ μὲν ἡγεῖτο λέγων ἔξω Χριστιανούς, τὸ δὲ πλῆθος -ετο ἔξω Ἐπικουρείους Luc.Alex.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφθέγγομαι
-
53 ἐπιφράσσω
A block up,ὕλῃ [τὴν δίοδον Thphr.HP9.3.2
; : metaph., Ph.1.299, al.:—[voice] Med., κηρῷ ἐ. τὰ ὦτα stop one's ears, Luc.Im.14:—[voice] Pass., to be obstructed, Placit.2.29.1 ; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφράσσω
-
54 ἐπιφρίσσω
A to be rough or bristling on the surface,χαῖται νώτοις ἐπιπεφρίκασιν Emp.83.2
;φολίδεσσι D.P.443
; Σειληνοὺς πολιῇσιν -φρίσσοντας ἐθείραις cj. in Nonn.D.35.55 ; esp. of water, νέποδες..ἐπιφρίσσουσι γαλήνῃ make a ripple on the calm sea, Opp.C.1.384, cf. Orph. A. 1149, Poll.1.106.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφρίσσω
-
55 ἐπιχρίω
A anoint, besmear, ἐπιχρίοντες ἀλοιφῇ (sc. τὸ τόξον) Od.21.179; :—[voice] Med., χρῶτ' ἀπονίπτεσθαι καὶ ἐπιχρίεσθαι ἀλοιφῇ ib. 179.II lay on ointment,μετὰ τὸ -χρισθῆναι Zopyr.
ap. Orib.14.58.1 ; κροτάφοις -χριόμενα v.l. in Dsc.3.22 ;πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς Ev.Jo.9.6
, cf. IG14.966 (Rome, ii A.D.).2 abs., use for anointing, Call.Iamb.1.270.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρίω
-
56 ἐπιχρώννυμι
A- κέχρωκα Plu.
(v.infr.): — rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ;οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16
: metaph.,ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4
:— [voice] Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep. 340d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρώννυμι
-
57 ἐπιχύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχύτης
-
58 ἐπιβασία
ἐπι-βᾰσία, ἡ, = sq.,A- βασίαν ποιεῖσθαι D.C.80.3
, Fr.37.2; πρὸςτὴν ὑπατείαν εἰληφέναι Id.37.54
: concrete, in pl., ἵνα αἱ ἐ. διὰ [τῆςγεφύρας] διεξίωσιν Id.68.13
.2. ἐ. τῇ δίκη, sine expl., Hyp.Fr. 242.3. wrongful entry, interpol. in Poll.2.200.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβασία
-
59 ἐπίβασις
A stepping upon,ἐς τὴν ναῦν Luc.Nav.12
; advent, Annuario 6/7.417 ([place name] Phaselis); αἱ ἐ. τῆς θαλάσσης risings.., Plb.34.9.6.2. means of approach, access, ἔχειν ἐ. IG7.167 ([place name] Megara);τοῦ νοητοῦ -σεις Plot.6.7.36
;ἐ. τοῦ ἐραστοῦ Them.Or.13.163d
: hence concretely, rungs, steps, Pl.R. 511b(pl.).3. ἔς τινα ποιεῖσθαι ἐ. make a handle against, a means of attacking one, Hdt.6.61;ἐ. τι τίθεσθαι εἴς τι App.BC1.37
; attack, Luc.Hist.Conscr.49; ἀμφισβητούμενον ἢ ἐπίβασιν ἔχον liable to be impugned, IG22.1051a14.4. getting on one's feet, of a child beginning to walk, Sor.1.114; esp. in recovery after a broken leg, Hp. Fract.18 (pl.);τῇ ἐ. χρῆσθαι Id.Art.58
; foothold, in snow, Plb.3.54.5.5. resting of one thing on another, e.g. of a bone, Hp.Art.51.6. Rhet., κατ' ἐπίβασιν by gradation, Longin.11.1.7. that on which one stands, Ph.1.125, 332.8. entry into office, PLond.3.1170.3 (iii A.D.).II. of the male, covering, Plu.2.754a(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίβασις
-
60 ἐπιβάσκω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιβάσκω
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek