Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ἐπὶ+τὴν

  • 21 κλίνω

    (ε) (αόρ. έκλινα, παθ. αόρ. κλίθηκα и εκλίθην) 1. μετ.
    1) наклонять, нагибать; накренять; 2) опускать, склонять (голову, колени и т.п.); 3) грам, склонять, спрягать; 2. αμετ. 1) наклоняться, нагибаться; сгибаться; накреняться; давать крен (о судне); 2) перен. быть склонным к..; склоняться к...; тяготеть к...; 3) поворачиваться; отклоняться;

    κλίνατε επί δεξιά! — направо!;

    κλίνατε επ' αριστερά! — налево! (команда);

    4) клониться, заходить, склоняться к закату (о солнце, светилах);
    5) иметь оттенок, отдавать, отливать (о цвете, красках); быть ближе, приближаться (о тоне голоса); смахивать (разг);

    κλίνβι προς το πράσινο — имеет зелёный оттенок, ударяет в зелёный (цвет);

    § δεν έχω πού την κεφαλήν κλίναι не иметь где голову приклонить

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κλίνω

  • 22 μάλλον

    1. επίρρ.
    1) скорее, вероятнее всего, вернее всего; пожалуй, по всей вероятности;

    θα είμαι μάλλον μόνος — скорее всего я буду один;

    μάλλον όχι — пожалуй, нет;

    μάλλον έχεις δίκηο — пожалуй, ты прав;

    εγώ μάλλον θα έρθω — я, пожалуй, приду; — по всей вероятности, я приду;

    2) уст. больше, более;

    η καστανέα ευδοκιμεί μάλλον εις τα ορεινά εδάφη — каштан больше любит гористую местность;

    μάλλον την μητέρα του μοιάζει παρά τον πατέρα του — он больше похож на мать, чем на отца;

    μάλλον βλαβερός παρά ωφέλιμος — скорее вредный, чем полезный;

    § επί μάλλον και μάλλον — всё более и более;

    (κατά τό) μάλλον η ( — или καί) ήττον — более илиμάλλον менее;

    μάλλον δε — вернее, точнее;

    πολλοί μάλλον δε πάντες — многие, а вернее — все;

    τοσούτο μάλλον όσω ( — или ώστε) — тем более что...;

    2. επίθ.:

    ο μάλλον επιμελής — наиболее прилежный;

    οι μάλλον ζημιωθέντες — потерпевшие наибольший ущерб

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μάλλον

  • 23 πηδώ

    πηδάω (αόρ. (ε)πήδησα, (ε)πήδηξα) 1. αμετ.
    1) прыгать;

    πηδώ επί κοντώ — прыгать с шестом;

    πηδώ απ' τη χαρά μου — прыгать от радости;

    2) скакать, подскакивать, подпрыгивать;
    3) вскакивать; соскакивать, спрыгивать;

    πηδώ στο άλογο — вскакивать на коня;

    πηδώ από το κρεβάτι — соскакивать с кровати;

    καθώς τ' άκουσε πήδησε από την καρέκλα как только он услышал это, вскочил со стула;
    4) перен. перескакивать;

    πηδ από το ένα θέμα στο άλλο — перескакивать с одной темы на другую;

    2. μετ.
    1) прям., перен. перескакивать, перепрыгивать (через что-л.);

    πηδώ δυό σελίδες — перескакивать через две страницы;

    2) спец. покрывать (о животных);

    § όποιος πηδάει πολλά παλούκια θα μπει και κανένα στον πισινό του — посл, не шути с огнём — обожжёшься

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πηδώ

  • 24 προθεσμία

    η срок;

    η τελευταία προθεσμία — крайний срок;

    καταθέσεις επί προθεσμία — срочные вклады;

    φτάνει (λήγει) η προθεσμία — наступает (истекает) срок;

    πρίν την προθεσμία — или πρίν λήξει η προθεσμία — досрочно;

    προ της προθεσμίας — досрочный;

    στην προθεσμία — в срок, к сроку

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > προθεσμία

  • 25 συγχαίρω

    (αόρ. συνεχάρηκα и συνεχάρην) μετ. поздравлять;

    σε συγχαίρω γιά την προαγωγή (επί τη επιτυχία) σου — поздравляю тебя с повышением (с успехом)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > συγχαίρω

  • 26 τοσούτος

    αύτη, ούτο[ν] такой большой;
    такой многочисленный;

    τοσούτος τό ΰψος (την έκτασιν) — такой большой высоты (такого большого размера);

    § εις (κατά, επί) τοσούτο[ν] — так много;

    μέχρι τοσούτου — до такой степени;

    εν τοσούτω — между тем;

    τοσούτω μάλλον — тем более

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > τοσούτος

  • 27 υποθήκη

    η
    1) залог, заклад; ипотека;

    αποσβήνω ( — или εξαλείφω, αίρω) την υποθήκη — выкупать залог;

    εγγράφω υποθήκηзакладывать (что-л.);

    βάζω υποθήκη — отдавать в залог;

    δάνειο επί υποθήκη — ипотечный заём;

    2) завет; наказ;

    οι υποθήκες τού Λένιν — заветы Ленина

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποθήκη

  • 28 χείρ

    (-ός) η
    1) рука; 2) ручка, рукоятка;

    § δευτέρα χείρ — а) вторые руки; — б) автор;

    νίπτω τάς χείρας умывать руки;

    έργον των χείρων μου — дело моих рук;

    έχω ανά χείρας иметь под рукой;
    έχω εις χείρας иметь в руках (что-л.), обладать (чём-л.);

    άρχομαι χείρων αδίκων — первому затевать (ссору и т. п.);

    ζητώ την χείρα просить чьей-л. руки;
    επιβάλλω χείρα наложить руку (лапу) (на что-л.); χρήματα επί χείρας наличные деньги; ήλθον εις χείρας они подрались;

    από χείρός εις χείρα — с рук на руки;

    χείρ χείρα νίπτει — погов, рука руку моет;

    συν Αθηνά και χείρα κίνει погов. на бога надейся, а сам не плошай

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > χείρ

См. также в других словарях:

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… …   Dictionary of Greek

  • Φρανκφούρτη επί του Όντερ — (Frankfurt an der Oder). Πόλη (72.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Γερμανίας, στην ιστορική περιοχή του Βρανδεμβούργου. Βρίσκεται 80 χλμ. ΝΑ του Βερολίνου, κοντά στα σύνορα με την Πολωνία, πάνω στην αριστερή όχθη του Όντερ, σε ένα σημείο όπου… …   Dictionary of Greek

  • Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… …   Dictionary of Greek

  • Επτά επί Θήβαις — Τραγωδία του Αισχύλου, εμπνευσμένη από τους επτά ήρωες (Άδραστος, Αμφιάραος, Καπανεύς, Ιππομέδων, Παρθενοπαίος, Τυδεύς και Πολυνείκης) που εκστράτευσαν εναντίον της Θήβας για την αποκατάσταση του Πολυνείκη στον θρόνο. Βλ. λ. Αισχύλος …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κίνηση — Ως κ. ορίζεται η μεταβολή της θέσης ενός σώματος σχετικά με άλλα σώματα (θεωρούμενα ακίνητα), τα οποία ορίζονται ως σύστηματα αναφοράς. Σύμφωνα με την κλασική μηχανική, η κ. ενός σώματος ορίζεται πλήρως όταν είναι γνωστές η θέση, η ταχύτητα και… …   Dictionary of Greek

  • δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • APENNINUS — mons, cuius nominis origo plane incerta est; siquidem nemo eam unquam aperuit, nisi quae per summum delirantis cerebri nugamentum de eo adnotaverunt Grammatici, in quibus Isidor. Origin l. 14. c. 8. ita tradit: Apenninus mons adpellatus quasi… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»