-
1 ἀποκλίνω
(κλῐν) отклоняю, я склонён -
2 κλινηρης
-
3 κλινουργος
См. также в других словарях:
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
ετεροκλινήσιος — ἑτεροκλινήσιος, α, ον (Α) ο ετεροκλινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + θ. κλιν (κλίνω) + επίθ. ήσιος*] … Dictionary of Greek
ιππαρίδιον — ἰππαρίδιον, το (Μ) υποκορ. τού ιππάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰππαρ τού υποκορ. ἰππ άριον + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. κλιν ίδιον χοιρ ίδιον)] … Dictionary of Greek
κηθάριον — κηθάριον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κηθίς) μικρή κληρωτίδα, μικρή κάλπη («ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον καί τραγαλίζοντα τὸ μηδέν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηθίς + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. ζευγ άριον, κλιν άριον)] … Dictionary of Greek
κλιματάρχης — κλιματάρχης, ὁ (AM, Μ και κλιμάταρχος) 1. διοικητής επαρχίας, έπαρχος 2. αστρολ. αυτός που κυβερνά τις ουράνιες περιοχές 3. στον πληθ. οἱ κλιματάρχαι τάξη θείων όντων που εθεωρείτο ότι κυβερνούσαν τις επίγειες χώρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίμα, ατος +… … Dictionary of Greek
κλινοαμφίβολοι — οι (ορυκτ.) ομάδα ορυκτών που ανήκει στους αμφιβόλους. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoamphiboles < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + amphiboles (< αμφίβολοι)] … Dictionary of Greek
κλινοεδρίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο πυριτικό ορυκτό τού ψευδαργύρου και τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinohedrite < clin(o) (< κλιν[ο] < κλίνη) + (h)edrite (< έδρα + κατάλ. ite)] … Dictionary of Greek
κλινοενστατίτης — ο (ορυκτ.) σπάνιο πυριτικό ορυκτό τού μαγνησίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoenstatite < clin(o) (πρβλ. κλιν(ο) < κλίνω) + enstatite < ἐνστατής < ἐνίστημι «εναντιώνομαι»] … Dictionary of Greek
κλινοζωισίτης — ο (ορυκτ.) αργιλοπυριτικό ορυκτό τού ασβεστίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως και αντιδάνεια ως προς το α συνθετικό, πρβλ. αγγλ. clinozoisite < γερμ. Klinozoisit < klin(o) (πρβλ. κλιν[o] < κλίνω) + zoisit (< κύριο όν. Baron Sigismund… … Dictionary of Greek
κλινοκεφαλία — η ιατρ. μορφολογική ανωμαλία τού θόλου τού κρανίου, το οποίο παρουσιάζει εγκάρσιο εφιππιοειδές εντύπωμα λόγω πρόωρης συνοστέωσης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. clinocephalie < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + cephalie (< κεφαλία… … Dictionary of Greek
κλινοκλασίτης — ο (ορυκτ.) βασικό αρσενικικό ορυκτό τού χαλκού με σκούρο πράσινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. clinoclasite < clin(o) (πρβλ. κλιν[ο] < κλίνω) + clasite (< clase < κλάσις < κλῶ «σπάζω» + κατάλ. ite)] … Dictionary of Greek