-
1 ἐπή-βολος
ἐπή-βολος (von ἐπιβάλλω, des Hexameters wegen für ἐπίβολος), der Etwas erzielt, erlangt hat, inne habend, theilhaftig, νηός, ἐρετάων, Od. 2, 319; φρενῶν, νόου, Aesch. Prom. 442, wie Soph. Ant. 488; νόσου, behaftet damit, Ag. 528; ϑεῶν Her. 8, 111, vgl. 9, 94; ἐπιστήμ ης, παιδείας, Plat. Euthyd. 289 b Legg. IV, 724 b; τῶν ἐν τῷ βίῳ καλῶν Arist. Nic. 1, 10; Sp., die es auch c. inf. verbinden, κλέψαι πράγματα ἐπηβολώτατος, sehr geschickt dazu, Plut. Arat. 10. – Auch = zukommend, gebührend, τινί, Theocr. 28, 2; ἐπήβολος ἅρματι νύσσα, das dem Wagen gesetzte Ziel, Ap. Rh. 3, 1272; vgl. noch Nic. Al. 232.
-
2 εὐ-επή-βολος
εὐ-επή-βολος, wohl erlangend, Sext. Emp. adv. math. 7, 322, im compar.
-
3 δυς-επή-βολος
δυς-επή-βολος, schwer anzugreifen, ἀπορίαι Suid.
-
4 ἁδρ-επή-βολος
ἁδρ-επή-βολος, große Dinge erreichend, Longin. 8, 1, s. Schäfer melet. 119.
-
5 ἐπήβολος
ἐπή-βολος (von ἐπιβάλλω, des Hexameters wegen für ἐπίβολος), der etwas erzielt, erlangt hat, inne habend, teilhaftig; νόσου, behaftet damit; κλέψαι πράγματα ἐπηβολώτατος, sehr geschickt dazu. Auch = zukommend, gebührend; ἐπήβολος ἅρματι νύσσα, das dem Wagen gesetzte Ziel -
6 ἀδρεπήβολος
-
7 δυςεπήβολος
-
8 εὐεπήβολος
-
9 ριπτω
(impf. ἔρριπτον - эп. iter. ῥίπτασκον и ῥίπτεσκον, fut. ῥίψω, aor. ἔρριψα, pf. ἔρρῑφα; pass.: fut. ῥιφθήσομαι и ῥῐφήσομαι, fut. 3 ἐρρίψομαι, aor. ἐρρίφθην и ἐρ(ρ)ίφην с ῐ, pf. ἔρριμμαι и ῥέριμμαι; adj. verb. ῥιπτός) и ῥιπτέω (только praes. и impf. ἐρρίπτεον)1) бросать, метать, кидать(δίσκον Hom.; κεραυνόν Pind.; ῥ. τί τινος Eur., ἐπί τινι Aesch. и ἐπί τινα Luc.)
ἔρριπται ὅ βόλος Her. — невод заброшен;ἐρριμμένος καὴ μεθύων Polyb. — валяющийся пьяным;ῥ. τὸν κλῆρον Plat. — бросать жребий;τραχεῖς λόγους ῥ. Aesch. — бросать оскорбительные слова;λόγοι μάτην ῥιφέντες Eur. — впустую сказанные слова;ῥ. τινὰ ἐς τὸ δυστυχές Aesch. — ввергать кого-л. в несчастье;ῥ. ἀράς τινι Eur. — бросать проклятия кому-л.;ῥ. κίνδυνον Eur. — идти на риск;ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. — ты подвергаешь себя риску войны против аргивян;ῥ. αὑτὸν εἰς ἐλπίδας ἀπόρους Plut. — принять рискованное решение2) извергать, удалять, изгонять(τινὰ ἐκ γῆς Soph.)
ἐκ χθονὸς ῥίψων ἑαυτόν Soph. — добровольно отправившийся в изгнание3) сбрасывать, сталкивать, свергать(ἀπὸ πύργου τινά Hom.; τινὰ εἰς τὸν Τάρταρον Plat.; τινὰ κατὰ и ἀπὸ πέτρας Eur., Plut.; ῥῖψαι ἑωυτὸν ἐς τέν θάλασσαν Her.)
ῥ. ἑαυτόν Xen. — бросаться в пропасть4) бросать, покидать(ῥ. τινὰ ἔρημον Soph.)
5) отбрасывать прочь(μοχλὸν ἀπὸ ἕο Hom.; τὰ ὅπλα Xen.)
πλόκαμον εἰς αἰθέρα ῥίπτων Eur. — распустив (свои) кудри по ветру6) подбрасывать, поднимать(τι ποτὴ νέφεα Hom.)
ὀρθὰς ὠλένας πρὸς οὐρανὸν ῥ. Eur. — воздевать руки к небу7) (sc. ἑαυτόν) бросаться(εἰς θάλασσαν Xen.)
ῥ. ἐπὴ λαιὰ καὴ ἐπὴ δεξιά Anth. — метаться то влево, то вправо;ῥῖψαι πέτρας ἀπὸ τηλεφανοῦς Men. — броситься вниз с высокой скалы
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek