-
1 επετειος
ион. ἐπέτεος 2 и 31) годичный, годовой(φόρος Her.; καρπός Plat., Arst.)
2) ежегодный(θυσίαι Her.)
3) повторяющийся из года в год(νόσοι Plat.)
4) однолетний(φυτά Arst.)
5) изданный на (текущий) год(τῆς βουλῆς ψηφίσματα Dem.)
6) меняющийся из года в годἐ. τέν φύσιν Arph. — непостоянный по природе
-
2 επέτειος
η годовщина, юбилей -
3 επέτειος
[эпэтиос] ουσ θ годовщина. -
4 επετησιος
-
5 τεσσαρακοστός
η, ό[ν] αριθ. сороковой;τεσσαρακοστόςή επέτειος — сорокалетие
См. также в других словарях:
ἐπέτειος — annual masc nom sg ἐπέτειος annual masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επέτειος — η (AM ἐπέτειος, ον και ος, ία, ον) νεοελλ. η ημέρα κατά την οποία συμπληρώνεται χρόνος ή αριθμός ετών από τότε που συνέβη σημαντικό γεγονός («εθνική επέτειος») αρχ. μσν. 1. αυτός που συμβαίνει, που επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο («τήν ἐπέτειον… … Dictionary of Greek
επέτειος — η η ημέρα της συμπλήρωσης ενός χρόνου ή ορισμένων χρόνων από τότε που συνέβη κάποιο σημαντικό γεγονός, το οποίο την ημέρα αυτή γιορτάζεται ή μνημονεύεται: Η επέτειος του γάμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπετείως — ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc acc pl (doric) ἐπέτειος annual adverbial ἐπέτειος annual masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτειον — ἐπέτειος annual masc acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg ἐπέτειος annual masc/fem acc sg ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείων — ἐπέτειος annual fem gen pl ἐπέτειος annual masc/neut gen pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείοις — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείοισι — ἐπέτειος annual masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) ἐπέτειος annual masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείου — ἐπέτειος annual masc/neut gen sg ἐπέτειος annual masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπετείους — ἐπέτειος annual masc acc pl ἐπέτειος annual masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπέτεια — ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl ἐπέτειος annual neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)