-
1 επέπταρε
-
2 ἐπέπταρε
-
3 ἐπέπταρε
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπέπταρε
-
4 ἐπέπταρε
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπέπταρε
-
5 επιπταιρω
1) (при чём-л.) чихать ( что считалось благоприятной приметой)2) благоприятствовать, быть благосклонным(τινί Theocr.)
-
6 ἐπιπταίρω
A sneeze at, υἱός μοι ἐπέπταρε πᾶσιν ἔπεσσιν he sneezed as I spoke the words (a good omen), Od.17.545, cf. h.Merc. 297, Nonn. D.7.107: metaph., to be gracious to, favour,Ἔρωτές τινι ἐπέπταρον Theoc.7.96
;ἀγαθός τις ἐ. ἐρχομένῳ Id.18.16
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπταίρω
-
7 ἐπιπταίρω
ἐπι - πταίρω, aor. ἐπέπταρε: sneeze at; τινὶ ἐπέεσσιν (at one's words, a lucky omen; πᾶσι, means that the omen applied to all she had said), Od. 17.545†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐπιπταίρω
См. также в других словарях:
ἐπέπταρε — ἐπιπταίρω sneeze at aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπταίρω — ἐπιπταίρω (Α) [πταίρω] 1. φταρνίζομαι ενώ λέγεται ή γίνεται κάτι, με το φτάρνισμα δείχνω επιδοκιμασία, υποδηλώνω ευτυχή έκβαση («ὅ μοι υἱὸς ἐπέπταρε πᾱσιν ἔπεσσιν», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) είμαι ευμενής … Dictionary of Greek