-
1 επαμερος
См. также в других словарях:
επάμερος — ἐπάμερος, ον και ἐπαμέριος, ον (Α) δωρ. και αιολ. τ. αντί εφήμερος πρόσκαιρος («ἐπάμεροι τί δέ τις; τί δ οὔ τις; σκιᾱς ὄναρ ἄνθρωπος», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμέρα, δωρ. τ. τού ημέρα] … Dictionary of Greek
ἐπάμερον — ἐπά̱μερον , ἐφήμερος living but a day masc/fem acc sg (aeolic) ἐπά̱μερον , ἐφήμερος living but a day neut nom/voc/acc sg (aeolic) ἐπά̱μερον , ἐπάμερος masc/fem acc sg ἐπά̱μερον , ἐπάμερος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαμέριος — ἐπαμέριος, ον (Α) βλ. επάμερος … Dictionary of Greek
ἐπάμεροι — ἐπά̱μεροι , ἐφήμερος living but a day masc/fem nom/voc pl (aeolic) ἐπά̱μεροι , ἐπάμερος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)