1 επαγερσις
(τοῦ στρατοῦ Her.)
Древнегреческо-русский словарь > επαγερσις
επάγερσις — ἐπάγερσις, η (Α) [επαγείρω] συγκέντρωση, συνάθροιση στρατού εναντίον εχθρού («Ξέρξης τοῡ στρατοῡ οὕτω ἐπάγερσιν ποιέεται», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἐπάγερσιν — ἐπάγερσις mustering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)