1 επώνια
Morphologia Graeca > επώνια
2 ἐπώνια
Morphologia Graeca > ἐπώνια
3 ἐπώνια
, (ὠνή)
IG
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπώνια
ἐπώνια — duty on goods sold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επώνιον — ἐπώνιον, τὸ (Α) (συν. στον πληθ. ἐπώνια) 1. φόρος σε πωλούμενα είδη 2. προμήθεια σε αγοραπωλησία … Dictionary of Greek