-
1 επωρυω
-
2 ἐπωρύω
-
3 ἐπωρύω
V 0-0-1-0-0=1 Zech 11,8M: to howl at [ἐπί τινα]; neol.? -
4 ἐπωρύω
ἐπ-ωρύω, dazu heulen, bellen (von Hunden) -
5 επωρυόμενον
ἐπωρῡόμενον, ἐπωρύωhowl at: pres part mp masc acc sgἐπωρῡόμενον, ἐπωρύωhowl at: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
6 ἐπωρυόμενον
ἐπωρῡόμενον, ἐπωρύωhowl at: pres part mp masc acc sgἐπωρῡόμενον, ἐπωρύωhowl at: pres part mp neut nom /voc /acc sg -
7 επωρύετο
ἐπωρύ̱ετο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd sgἐπωρύ̱ετο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
8 ἐπωρύετο
ἐπωρύ̱ετο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd sgἐπωρύ̱ετο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
9 επωρύοντο
ἐπωρύ̱οντο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd plἐπωρύ̱οντο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
10 ἐπωρύοντο
ἐπωρύ̱οντο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd plἐπωρύ̱οντο, ἐπωρύωhowl at: imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) -
11 επωρυομένη
-
12 ἐπωρυομένη
-
13 επωρυόμενοι
-
14 ἐπωρυόμενοι
-
15 επωρυόμενος
-
16 ἐπωρυόμενος
-
17 επωρύεσθαι
-
18 ἐπωρύεσθαι
-
19 επωρύεται
-
20 ἐπωρύεται
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επωρύω — ἐπωρύω (AM) ουρλιάζω, ορύομαι εναντίον κάποιου («αἱ ψυχαὶ αὐτῶν ἐπωρύοντο ἐπ’ ἐμέ», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *ωρύω (ενεργ. τ. τού ωρύομαι), που μαρτυρείται μόνον εν συνθέσει] … Dictionary of Greek
ἐπωρυόμενον — ἐπωρῡόμενον , ἐπωρύω howl at pres part mp masc acc sg ἐπωρῡόμενον , ἐπωρύω howl at pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύετο — ἐπωρύ̱ετο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd sg ἐπωρύ̱ετο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύοντο — ἐπωρύ̱οντο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd pl ἐπωρύ̱οντο , ἐπωρύω howl at imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρυομένη — ἐπωρῡομένη , ἐπωρύω howl at pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρυόμενοι — ἐπωρῡόμενοι , ἐπωρύω howl at pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρυόμενος — ἐπωρῡόμενος , ἐπωρύω howl at pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύεσθαι — ἐπωρύ̱εσθαι , ἐπωρύω howl at pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύεται — ἐπωρύ̱εται , ἐπωρύω howl at pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύονται — ἐπωρύ̱ονται , ἐπωρύω howl at pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωρύουσαν — ἐπωρύ̱ουσαν , ἐπωρύω howl at pres part act fem acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)