-
1 ἐπωνυμία
ἐπ-ωνυμία, ἡ, u. ἐπ-ωνύμιον, τό, der Zuname, Beiname, Benennung nach einer Sache, οἳ δῆτ' ὀρϑῶς κατ' ἐπωνυμίαν καὶ πολυνεικεῖς ὤλοντο, mit Anspielung auf den Namen Polynices; mit pleonastischem εἶναι, ἱερὸν Ἡρακλέος ἐπωνυμίην ἔχοντος Θασίου εἶναι, der.der Thasische heißt, eigtl. der den Beinamen hat, der Th. zu sein; ἀφ' ἑαυτῶν τὴν ἐπωνυμίαν παρέχεσϑαι, nach sich den Namen geben; mit dem bloßen gen., τὰ ἄστρα ἔοικε τῆς ἀστραπῆς ἐπωνυμίαν ἔχειν, scheinen nach dem Blitze benannt zu sein; ἐπωνυμίαν, mit Beinamen, mit Namen -
2 ἐπι-καλύπτω
ἐπι-καλύπτω, überdecken, bedecken, κακὸν δ' ἐπὶ κῶμα καλύπτει Hes. Th. 798; βλεφάρων φάος Eur. Herc. Fur. 642; τὴν ἀπορίαν Plat. Charm. 169 d; verdunkeln, ἡ τοῦ ὀνόματος ἐπωνυμία ἐπικεκάλυπται Crat. 395 b; τὸν νοῠν πάϑει Arist. de anim. 3, 3; Sp., wie Luc. Necyom. 18 Plut. Sol. 15.
-
3 ἐπί-κλην
ἐπί-κλην, adv., von ἐπικαλέω abgeleitet; aber Hesych. erkl. ἐπίκλη durch ἐπίκλησις u. ἐπωνυμία, wofür Ep. ad. 190 ( App. 239) δῶρον Ἀπόλλωνος ϑεῖον ἔχων ἐπίκλην zu sprechen scheint; vgl. Plat. Tim. 38 c ἐπίκλην ἔχοντα πλανητά, mit der v. l. ἐπίκλησιν; sonst ἐπίκλην λέγεσϑαι, καλεῖσϑαι, mit Zunamen benannt, zubenannt werden, Phil. 48 c Tim. 58 d; τοὔνομα ἡ ἀσπαλιευτικἡ ἐπίκλην γέγονε Soph. 221 c; Sp., wie ἐς τὸν τοῦ Αὐγούστου ἐπίκλην λιμένα D. Cass. 75, 16; Δίφιλος ὁ Λαβύρινϑος ἐπ. Luc. conv. 6. – Dem Namen nach, Apolld. 3, 13, 4.
См. также в других словарях:
ἐπωνυμία — ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνύμιος called after fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc/acc dual ἐπωνυμίᾱ , ἐπωνυμία derived fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίᾳ — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίαι , ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επωνυμία — επωνυμία, η και επωνύμιο, το 1. πρόσθετη ονομασία προσώπων ή πραγμάτων: Παναγία Λαοδηγήτρια. 2. διακριτικό όνομα σωματείου ή άλλου νομικού προσώπου, επονομασία, τίτλος, φίρμα: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. 3. το παρατσούκλι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επωνυμία — η (AM ἐπωνυμία Α και ἐπωνυμίη) 1. πρόσθετη ονομασία που δίνεται με σχηματισμό «παραγώγου» ή για να δηλώσει κάτι (α. «η επωνυμία τού σωματείου» β. «αλλαγή επωνυμίας τών τραπεζών» γ. «αὐτός λοιπὸν ἐκόσμησεν ὁ Μέγας Κωνσταντίνος / τὴν πόλιν τὴν… … Dictionary of Greek
ἐπωνυμίας — ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνύμιος called after fem gen sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem acc pl ἐπωνυμίᾱς , ἐπωνυμία derived fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίαι — ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνύμιος called after fem dat sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμία derived fem nom/voc pl ἐπωνυμίᾱͅ , ἐπωνυμία derived fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπωνυμίαν — ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνύμιος called after fem acc sg (attic doric aeolic) ἐπωνυμίᾱν , ἐπωνυμία derived fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορία — Επωνυμία της Αθηνάς και της Άρτεμης. Σύμφωνα με την παράδοση, η επωνυμία αυτή οφείλεται σε κάποιον Προίτο, τον οποίο βοήθησε η Άρτεμη να βρει τις κόρες του που είχαν φύγει και τις συνέτισε η Αθηνά. Σε ένδειξη ευγνωμοσύνης ο Προίτος έχτισε ναούς… … Dictionary of Greek
Αισώνιος — Επωνυμία του Ιάσονα, που σημαίνει γιος του Αίσωνα. Η λέξη αναφέρεται σε έμμετρη επιγραφή που βρέθηκε στη Θεσσαλία και φυλάσσεται στο αρχαιολογικό μουσείο της Λάρισας. Από την επιγραφή πληροφορούμαστε ότι ο Ιάσονας λατρευόταν στην περιοχή μαζί με… … Dictionary of Greek
ιερονίκης — Επωνυμία που έδιναν στον αθλητή που είχε νικήσει σε έναν από τους τέσσερις ιερούς αθλητικούς αγώνες της αρχαιότητας: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Ίσθμια και τα Νέμεα. Αργότερα ο τίτλος δινόταν σε όσους νικούσαν στους γυμνικούς και στους μουσικούς… … Dictionary of Greek
πηνίτις — Επωνυμία της θεάς Αθηνάς στην αρχαιότητα, με την οποία λατρευόταν για την επίδοσή της στις τέχνες. Προέρχεται από τη λέξη «πηνίον» (= αδράχτι) και σημαίνει την υφάντρια. * * * και δωρ. τ. πανῑτις και πανᾱτις, άτιδος, ἡ, Α (ως επίθ. τής Αθηνάς) η… … Dictionary of Greek