-
1 επρίζοντο
-
2 ἐπρίζοντο
См. также в других словарях:
ἐπρίζοντο — πρίω imperf ind mp 3rd pl πρίζω saw imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επρίζοντο
2 ἐπρίζοντο
ἐπρίζοντο — πρίω imperf ind mp 3rd pl πρίζω saw imperf ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)