-
1 επρήνικτο
-
2 ἐπρήνικτο
-
3 πρανίζω
A = καταστρέφω, πόλιν Euph.18, Nonn.D.4.340, al.:—[voice] Pass., capsize,ἅμα νηΐ πρηνιχθείς AP7.532
(Isid.); πρανιχθῆναι· τὸ ἐπὶ στόμα πεσεῖν, Phot., cf. Hsch.: [tense] plpf.ἐπρήνικτο Nonn.D.30.86
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρανίζω
См. также в других словарях:
ἐπρήνικτο — πρηνίζω capsize plup ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)