Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ἐποίγω

См. также в других словарях:

  • ἐποίγω — ἐπί οἴγω open pres subj act 1st sg ἐπί οἴγω open pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επείγω — (AM ἐπείγω) 1. απρόσ. επείγει είναι επιτακτική ανάγκη, υπάρχει βία («η εγχείρηση επείγει») 2. μέσ. ἐπείγομαι α) βιάζομαι («ἐπείγετο δ ὅττι τάχιστα ἐκτελέσαι μέγα ἔργον», Ησίοδ.) β) είμαι υποχρεωμένος να βιαστώ («επείγεται να προλάβει το τρένο»)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»