-
1 εποφρύδιον
-
2 ἐποφρύδιον
-
3 ἐποφρύδιον
ἐποφρύδιον, τό,A gloss on ἐπισκύνιον, Et.Gud.202.36 ; cf. ἐποφρύδιον· μέτωπον, Hsch. (- φρυδῶν cod.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποφρύδιον
См. также в других словарях:
εποφρύδιον — ἐποφρύδιον, τό (AM) το δέρμα επάνω από τα φρύδια … Dictionary of Greek
ἐποφρύδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)