-
1 εποτίζετε
-
2 ἐποτίζετε
См. также в других словарях:
ἐποτίζετε — ποτίζω give to drink imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εποτίζετε
2 ἐποτίζετε
ἐποτίζετε — ποτίζω give to drink imperf ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)