-
1 ἐφ-ορμέω
ἐφ-ορμέω, ion. ἐπορμέω, mit dem Schiffe vor Anker liegen, gew. in feindlicher Absicht, um den Feind zu blokiren oder zu beobachten, ἐφορμεῖν καὶ τοῦ πορϑμοῦ κρατεῖν Thuc. 4, 24, τῷ λιμένι, den Hafen blokiren, 7, 3 (wie Nic. 3 (V, 44) u. D. Sic. 19, 49); eben so absolut, 1, 116, wo der Schol. εἰς ἐπίϑεσιν εἶναι, πολιορκεῖν erkl.; ἐπὶ τῇ Μιλήτῳ τῷ ναυτικῷ ἐφορμεῖν 8, 30. Da ἐφορμᾶν bei Thuc. nicht vorkommt, ist ἢν ἐφορμῶσιν αὐτοῖς (so für αὐτούς zu schreiben) = auch wenn sie dieselben blokiren sollten, 3, 31; ἐπεὶ οἱ ἐφορμοῠντες ὀλιγώρως εἶχον, ἐξέπλευσαν Xen. Hell. 1, 6, 20; ἐπὶ τῷ λιμένι 6, 2, 7; τῷ στόλῳ τοὺς 'Ρωμαίους ἐπὶ τοῦ στόματος ἐφορμεῖν Pol. 1, 46, 5; – ἐφ' ἣν βοήϑειαν αἱ τριήρεις ὅμως ἐφώρμουν Dem. 19, 322; übertr., τοῖς καιροῖς ἐφορμεῖν, aufpassen, auflauern, 3, 7; vgl. Soph. μηδέ με φύλασσ' ἐφορμῶν, bewachend, gleichsam blokirt haltend, O. C. 816; – anlanden, Xen. Lac. 2, 13, wie auch Thuc. 6, 49 ἐφορμηϑέντες erkl. wird, wo Schäfer ἐφορμισϑέντες ändert; sonst bedeutet das pass. bei Thuc. blokirt gehalten werden, 1, 142. 8, 20.
-
2 εφορμεω
ион. ἐπορμέωἐ. τῷ λιμένι Thuc., ἐπὴ τῷ λιμένι Xen., Arst. и τῷ στόματι τοῦ λιμένος Plut. — блокировать порт флотом;
2) приставать к берегу, причаливать Xen.3) наблюдать, высматривать, подстерегать(τοῖς καιροῖς Dem.)
μηδέ με φύλασσ ἐφορμῶν Soph. — и не подсматривай за мной -
3 ἐπορμάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπορμάω
См. также в других словарях:
επορμέω — ἐπορμέω (Α) ιων. τ. τού εφορμάω … Dictionary of Greek
εφορμώ — (I) (ΑΜ ἐφορμῶ, άω) ορμώ εναντίον κάποιου, επιτίθεμαι, επέρχομαι, επιπίπτω, χυμάω αρχ. 1. διεγείρω, παρορμώ, ξεσηκώνω κάποιον εναντίον κάποιου 2. (με απρμφ.) επιθυμώ 3. (χωρίς εχθρική σημασία) κινούμαι, ορμώ μπροστά, τινάζομαι 4. (παθ. και μέσ.)… … Dictionary of Greek