-
1 εποπτικώτερα
-
2 ἐποπτικώτερα
-
3 εποπτικωτέραν
-
4 ἐποπτικωτέραν
См. также в других словарях:
ἐποπτικώτερα — ἐποπτικός of neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποπτικωτέραν — ἐποπτικωτέρᾱν , ἐποπτικός of fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)