-
1 εποπτικώτατος
-
2 ἐποπτικώτατος
См. также в других словарях:
ἐποπτικώτατος — ἐποπτικός of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 εποπτικώτατος
2 ἐποπτικώτατος
ἐποπτικώτατος — ἐποπτικός of masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)