Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐποπτική

См. также в других словарях:

  • ἐποπτικῇ — ἐποπτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποπτική — ἐποπτικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРИГЕН Александрийский —     ОРИГЕН (Ὠριγένης) Александрийский (ок. 185 ок. 253 н. э.), христианский мыслитель, заложивший основы спекулятивной теологии и библейской экзегезы на грекоязычном Востоке, но посмертно обвиненный в ереси.     Жизнь. Согласно «Церковной… …   Античная философия

  • γεωργία — Τεχνική με την οποία καλλιεργούμε φυτά διατροφής και βιομηχανικά, χρήσιμα στον άνθρωπο, αλλά και ζωοτροφές για την κτηνοτροφία. Η γ. αποτελεί τμήμα της γεωπονίας, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνο τις δραστηριότητες των γεωργών, αλλά και τις… …   Dictionary of Greek

  • διαβλέπω — (AM διαβλέπω) 1. βλέπω διά μέσου άλλου 2. συμπεραίνω μετά από οξυδερκή και προσεκτική παρατήρηση αρχ. 1. βλέπω κάτι από εποπτική θέα με μεγάλη προσοχή 2. βλέπω με σαφήνεια, με διαύγεια, καθαρά 3. προσβλέπω, κοιτάζω …   Dictionary of Greek

  • διδακτική — Κλάδος που έχει αντικείμενο τη μελέτη των αρχών και των μεθόδων διδασκαλίας. Είναι κυρίως πρακτική επιστήμη που μελετά την έννοια της μάθησης, τον τρόπο με τον οποίο μαθαίνουμε, τα μέσα και τις συνθήκες που διευκολύνουν τη διαδικασία αυτή και τον …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • πανενδοσκόπιο — το ιατρ. είδος κυστεοσκοπίου που παρέχει εποπτική και γενική εικόνα τής ουροδόχου κύστεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. panendoscope < παν * + ενδοσκόπιο] …   Dictionary of Greek

  • πενταρχία — η, ΝΑ νεοελλ. 1. αρχή, εξουσία που ασκείται από πέντε άτομα μαζί 2. η εποπτική αρχή τών πέντε μεγάλων δυνάμεων Αγγλίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Πρωσίας και Ρωσίας που συστάθηκε στις αρχές τού περασμένου αιώνα, η Ιερά Συμμαχία 3. φρ. «πενταρχία τών… …   Dictionary of Greek

  • αποδιοπομπαίος τράγος — Βιβλικός όρος. Γι’ αυτόν γίνεται λόγος στο τελετουργικό της γιορτής του εξιλασμού (Λευιτικό 16), που τη γιόρταζαν οι Ισραηλίτες κάθε φθινόπωρο, στις δέκα του μήνα Τισρεΐ (Σεπτέμβριος Οκτώβριος). Κατά την ημέρα αυτή, που ιερείς και λαός ζητούσαν… …   Dictionary of Greek

  • Ηλιάδης, Μανασσής — (Μελένικο, Μακεδονία 1730; – Βιέννη 1805).Λόγιος κληρικός, ιατροφιλόσοφος και εισηγητής της πειραματικής διδασκαλίας της φυσικής και της χημείας στην ελληνική Ανατολή. Σπούδασε αρχικά στην ελληνική Ακαδημία του Βουκουρεστίου κοντά στον περιώνυμο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»