Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐποπτικάς

См. также в других словарях:

  • ἐποπτικάς — ἐποπτικά̱ς , ἐποπτικός of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποπτικός — ή, ό (Α ἐποπτικός, ή, όν) [επόπτης] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολεία β. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας») αρχ. 1. αυτός που ανήκει …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»