-
1 εποπτικάς
-
2 ἐποπτικάς
-
3 ἀκροᾱματικός
ἀκροᾱματικός, hörbar, διδασκαλίαι, die bloß mündlichen esoterischen Vorträge der Philosophen, Plut. Alex. 7 αἱ ἀπόῤῥητοι καἰ βαρύτεραι διδασκαλίαι, ἃς οἱ ἄνδρες ἰδίως ἀκροαματικὰς καὶ ἐποπτικὰς προςαγορεύοντες οὐκ ἐξέφερον εἰς πολλούς.
См. также в других словарях:
ἐποπτικάς — ἐποπτικά̱ς , ἐποπτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποπτικός — ή, ό (Α ἐποπτικός, ή, όν) [επόπτης] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εποπτεία ή στον επόπτη (α. «εποπτικὸ συμβούλιο» ειδικό συμβούλιο που εποπτεύει και διοικεί τα δημοτικά σχολεία β. «εποπτικά μέσα διδασκαλίας») αρχ. 1. αυτός που ανήκει … Dictionary of Greek