Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπονομαζόμενοι

См. также в других словарях:

  • ἐπονομαζόμενοι — ἐπονομάζω apply pres part mp masc nom/voc pl ἐπονομάζω apply pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινοβίγλια — Σταθμοί επάνω στους οποίους άναβαν φωτιές για τη μετάδοση σημάτων κατά την βυζαντινή εποχή και κατά την αρχαιότητα. Υπεύθυνοι για τη λειτουργία των σταθμών ήταν οι επονομαζόμενοι καμινοβιγλάτορες. Για να εξασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα της… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»