Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπομφάλιος

См. также в других словарях:

  • ἐπομφάλιος — on the navel masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επομφάλιος — α, ο (AM ἐπομφάλιος, ον) αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται επάνω στον ομφαλό αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον ομφαλό τής ασπίδας («βάλεν Αἴαντος δεινόν σάκος ἑπταβόειον μέσσον ἐπομφάλιον» Ομ. Ιλ.) 2. (για σύκα) αυτός που έχει μίσχο όμοιο με …   Dictionary of Greek

  • ἐπομφαλίων — ἐπομφάλιος on the navel fem gen pl ἐπομφάλιος on the navel masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπομφάλιον — ἐπομφάλιος on the navel masc acc sg ἐπομφάλιος on the navel neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπομφαλίοις — ἐπομφάλιος on the navel masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπομφάλια — ἐπομφάλιος on the navel neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»