1 εποιστεον
Древнегреческо-русский словарь > εποιστεον
ἐποιστέον — one must charge against masc acc sg ἐποιστέον one must charge against neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποιστέον — ἐποιστέον (Α) ρηματ. επίθ. τού ρ. επιφέρω* … Dictionary of Greek