-
1 ἐποικοδόμησις
ἐπ-οικο-δόμησις, ἡ, das Daraufbauen, übertr. von einer rhetorischen Häufung -
2 ἐπ-οικο-νομία
ἐπ-οικο-νομία, ἡ, das Hinzufügen u. richtig Vertheilen, ἔργων ἢ παϑῶν Longin. 11, 2, od. v. l. ἐποικοδομία, Vergrößerung in der Darstellung, exaggeratio. S. ἐποικοδόμησις.
См. также в других словарях:
ἐποικοδόμησις — building up fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήσει — ἐποικοδόμησις building up fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἐποικοδομήσεϊ , ἐποικοδόμησις building up fem dat sg (epic) ἐποικοδόμησις building up fem dat sg (attic ionic) ἐποικοδομέω build up aor subj act 3rd sg (epic) ἐποικοδομέω build up fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήσεις — ἐποικοδόμησις building up fem nom/voc pl (attic epic) ἐποικοδόμησις building up fem nom/acc pl (attic) ἐποικοδομέω build up aor subj act 2nd sg (epic) ἐποικοδομέω build up fut ind act 2nd sg ἐποικοδομέω build up aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδομήσης — ἐποικοδόμησις building up fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικοδόμησιν — ἐποικοδόμησις building up fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικοδόμηση — η (AM ἐποικοδόμησις) εποικοδομή νεοελλ. περαιτέρω ανάπτυξη αρχ. βαθμιαία συσσώρευση εκφράσεων, κλίμαξ («ὡς Ἐπίχαρμος ποιεῑ τὴν ἐποικοδόμησιν, ἐκ τῆς διαβολῆς ἡ λοιδορία ἐκ δὲ ταύτης ἡ μάχη», Αριστοτ.) … Dictionary of Greek
ἐποικοδομήσεως — ἐποικοδομήσεω̆ς , ἐποικοδόμησις building up fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)