Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐποικίᾳ

См. также в других словарях:

  • ἐποικία — ἐποικίᾱ , ἐποικία fem nom/voc/acc dual ἐποικίᾱ , ἐποικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποικίᾳ — ἐποικίᾱͅ , ἐποικία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εποικία — η (AM ἐποικία) [έποικος] εγκατάσταση νέων αποίκων σε περιοχή που έχει ήδη εγκατασταθεί αποικία μσν. αγροτική κατοικία, βίλα …   Dictionary of Greek

  • ἐποίκια — ἐποίκιον outhouse neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποικίας — ἐποικίᾱς , ἐποικία fem acc pl ἐποικίᾱς , ἐποικία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐποικιῶν — ἐποικία fem gen pl ἐποικίζω settle in a colony fut part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οικονομίδης — Επώνυμο Κυπρίων λογίων. 1. Πέτρος (; – 1821). Πρόκριτος, δημογέροντας και φιλικός. Καταγόταν από τη Λευκωσία της Κύπρου. Οι Τούρκοι υποπτεύθηκαν τη συνεργασία του με τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης και τον αποκεφάλισαν μαζί με άλλους… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»