-
1 εποικία
ἐποικίᾱ, ἐποικίαfem nom /voc /acc dualἐποικίᾱ, ἐποικίαfem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἐποικίᾱͅ, ἐποικίαfem dat sg (attic doric aeolic) -
2 εποίκια
-
3 ἐποίκια
-
4 ἐποικία
ἐποικία v.1ἀποικία O. 1.24
] -
5 ἐποικία
Βλ. λ. εποικία -
6 ἐποικίᾳ
Βλ. λ. εποικία -
7 ἐποικία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐποικία
-
8 ἐποικία
ἐπ-οικία, ἡ, Ansiedelung, Kolonie -
9 εποικίας
-
10 ἐποικίας
-
11 εποικιών
ἐποικίαfem gen plἐποικίζωsettle in a colony: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
12 ἐποικιῶν
ἐποικίαfem gen plἐποικίζωsettle in a colony: fut part act masc nom sg (attic epic doric) -
13 ἀποικία
1 colony, settlement ἐν εὐάνορι Λυδοῦ Πέλοπος ἀποικίᾳ ( ἐποικίᾳ e Σ Hermann: τουτέστι ἐν τῇ Πελοποννήσῳ. Σ.) O. 1.24 ἢ Δωρίδ' ἀποικίαν οὕνεκεν ὀρθῷ ἔστασας ἐπὶ σφυρῷ Λακεδαιμονίων (τὴν τῶν Ἡρακλειδῶν κάθοδον. Σ.) I. 7.12
См. также в других словарях:
ἐποικία — ἐποικίᾱ , ἐποικία fem nom/voc/acc dual ἐποικίᾱ , ἐποικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικίᾳ — ἐποικίᾱͅ , ἐποικία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικία — η (AM ἐποικία) [έποικος] εγκατάσταση νέων αποίκων σε περιοχή που έχει ήδη εγκατασταθεί αποικία μσν. αγροτική κατοικία, βίλα … Dictionary of Greek
ἐποίκια — ἐποίκιον outhouse neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικίας — ἐποικίᾱς , ἐποικία fem acc pl ἐποικίᾱς , ἐποικία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποικιῶν — ἐποικία fem gen pl ἐποικίζω settle in a colony fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οικονομίδης — Επώνυμο Κυπρίων λογίων. 1. Πέτρος (; – 1821). Πρόκριτος, δημογέροντας και φιλικός. Καταγόταν από τη Λευκωσία της Κύπρου. Οι Τούρκοι υποπτεύθηκαν τη συνεργασία του με τους αρχηγούς της Ελληνικής Επανάστασης και τον αποκεφάλισαν μαζί με άλλους… … Dictionary of Greek