-
1 επλεονεκτήσατε
-
2 ἐπλεονεκτήσατε
См. также в других словарях:
ἐπλεονεκτήσατε — πλεονεκτέω have aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 επλεονεκτήσατε
2 ἐπλεονεκτήσατε
ἐπλεονεκτήσατε — πλεονεκτέω have aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)