-
1 ἐπι-θηρ-αρχία
ἐπι-θηρ-αρχία, ἡ, das Amt des Obertherarchen, Ael. Tact. 22, v. l. für ἐλεφανταρχία; (wonach ἐπι-ϑήρ-αρχος Oberthierbesehlshaber wäre).
См. также в других словарях:
επιθήραρχος — ἐπιθήραρχος, ο (Α) ο αρχηγός επιθηραρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + θηρ + *αρχος (< άρχω)] … Dictionary of Greek