Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐπι-ψεύδομαι

См. также в других словарях:

  • επικαταψεύδομαι — ἐπικαταψεύδομαι (Α) [καταψεύδομαι] 1. λέω κι άλλα ψέματα, ψεύδομαι επί πλέον 2. κατηγορώ ψευδώς 3. εμφανίζω πλαστά, ψεύτικα …   Dictionary of Greek

  • προσεπιψεύδομαι — Α [ἐπιψεύδομαι] 1. ψεύδομαι επί πλέον, λέω και άλλα ψέματα 2. μεγαλοποιώ κακές ιδιότητες …   Dictionary of Greek

  • ψευδής — ές, ΝΜΑ (για πράγμ.) αυτός που δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, αναληθής ή ανύπαρκτος, ψεύτικος (α. «ψευδείς πληροφορίες» β. «ψευδῆ φήμην ἡμῶν κατὰ θεοῡ ὑμνούντων», Πλάτ.) νεοελλ. 1. ανειλικρινής, προσποιητός, υποκριτικός (α …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»