Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐπι-ψέγω

См. также в других словарях:

  • ἐπιψέγειν — ἐπί ψέγω blame pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκαθάπτομαι — Α προσβάλλω, ψέγω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + καθάπτομαι «περιβάλλομαι, αγγίζω, επιτίθεμαι, προσβάλλω, ψέγω»] …   Dictionary of Greek

  • ευεπίψογος — εὐεπίψογος, ον (Α) αυτός που δίνει εύκολα αφορμή για κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί ψογος «άξιος να κατηγορηθεί» < επί + ψόγος (< ψέγω)] …   Dictionary of Greek

  • παράψογος — ὁ, Α τυχαίος ψόγος, ευκαιριακή κατηγορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ψόγος (< ψέγω), πρβλ. επί ψογος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»