-
1 ἐπι-χώομαι
ἐπι-χώομαι, darauf zürnen, ἐπεχώσατο μύϑοις Ap. Rh. 3, 367.
-
2 ἐπιχώομαι
См. также в других словарях:
ἐπεχώσατο — ἐπί χόω throw aor ind mid 3rd sg ἐπί χώομαι to be angry aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχώομαι — ἐπιχώομαι (Α) οργίζομαι για κάτι («ἐπεχώσατο μύθοις», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χώομαι «οργίζομαι, είμαι απρόθυμος»] … Dictionary of Greek