-
1 ἐπι-χείριον
ἐπι-χείριον, τό, = Folgdm, Hippocr.
-
2 ἐπίχειρον
ἐπί-χειρον, τό, u. ἐπι-χείριον, τό, Handgeld, Lohn, Belohnung. Im schlimmen Sinne: Strafe, τοιαῦτα μέντοι τῆς ἄγαν ὑψηγόρου γλώσσης τἀπίχειρα γίγνεται, das ist der Lohn; οὔτε ξιφέων ἐπίχειρα λαχοῠσα, d. i. nicht durchs Schwert getötet