-
1 ἐπι-φώνημα
ἐπι-φώνημα, τό, das Zurufen, Ausruf, bes. gelegentlicher Scherz, Einfall, ἐπιφ. ἐπιπεφώνηκεν Plut. Alex. 3. Bes. bei Rhett. der Zusatz, u. der Schluß der Rede, τὸ ἐν ἐπιλόγοις λεγόμενον D. Hal. rhet. 10, 18. Auch wie ἐπίφϑεγμα, Interjection, B. A. 100.
-
2 ἐπιφώνημα
ἐπι-φώνημα, τό, das Zurufen, Ausruf, bes. gelegentlicher Scherz, Einfall. Bes. bei Rhett. der Zusatz, u. der Schluß der Rede. Auch wie ἐπίφϑεγμα, Interjection -
3 επιφωνημα
- ατος τό1) восклицание, возглас Plut.; грам. междометие2) рит. эпифонема, нравоучительное заключение, назидание
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek