-
1 ἐπι-φυτεύω
ἐπι-φυτεύω, darauf pflanzen, Ar. Pax 168 u. Sp.
-
2 ἐπιφυτεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφυτεύω
-
3 ἐπιφυτεύω
-
4 επιφυτευω
См. также в других словарях:
επιφυτεύω — ἐπιφυτεύω (Α) φυτεύω πάνω σε κάτι ή πάνω από κάτι (α. «κἀπιφορήσεις τῆς γῆς πολλήν, κἀπιφυτεύσεις ἕρπυλλον ἄνω καὶ μύρον ἐπιχεῑς», Αριστοφ. β. «ἑπτὰ κυοφορίαις τὴν πρὸς αὐτὰς ἐπιφυτευομένην φιλοστοργίαν», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φυτεύω (<… … Dictionary of Greek
προσφυτεύω — Α φυτεύω κάτι επί πλέον … Dictionary of Greek